“…Βρισκόμαστε στην αναξιοπρέπεια και στο σκοτάδι της παρανομίας για να ωφελούνται οι εργοδότες και οι υπηρεσίες του κράτους από την άγρια εκμετάλλευση της εργασίας μας…
…Όσο κόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις, όσο ακριβαίνουν τα πάντα, τόσο ο μετανάστης παρουσιάζεται ως φταίχτης, ως ο υπαίτιος για την εξαθλίωση και την άγρια εκμετάλλευση των ελλήνων εργαζομένων…
…Η απάντηση στο ψέμα και στη βαρβαρότητα πρέπει να δοθεί τώρα και θα την δώσουμε εμείς οι μετανάστες και μετανάστριες…
…Δεν έχουμε άλλο τρόπο για να ακουστεί η φωνή μας, για να μάθετε το δίκιο μας. Τριακόσιοι (300) από εμάς ξεκινάμε Πανελλαδική Απεργία Πείνας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στις 25 του Γενάρη. Βάζουμε την ζωή μας σε κίνδυνο, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είναι ζωή αυτή για ένα αξιοπρεπή άνθρωπο…” η συνέλευση των μεταναστών απεργών πείνας
Γενάρης 2011
μετανάστευση και η ελληνική “φιλοξενία”
Η πολιτική και οικονομική κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων, οι πολεμικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια και στο Ιράκ, η “αντι”-τρομοκρατική εκστρατεία σε Ιράκ και Αφγανιστάν καθώς και η πείνα, η εξαθλίωση και η καταπίεση από απολυταρχικά καθεστώτα σε Μέση Ανατολή, Ασία και Αφρική δημιουργούν ένα νέο κύκλο μαζικών μεταναστευτικών ρευμάτων. Οι παραπάνω συνθήκες καθιστούν την μετανάστευση ως μια βίαιη κοινωνική διεργασία ξεριζωμού εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων –είτε για οικονομικούς είτε για πολιτικούς λόγους- που τους εξωθεί σε έναν αγώνα δρόμου για επιβίωση και αξιοπρέπεια.
Από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα, ο ελλαδικός χώρος γίνεται ένας από τους τόπους προορισμού των μεταναστών ή ενδιάμεσος σταθμός για το πέρασμα στα καπιταλιστικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης. Ανάλογα με τις κρατικές επιλογές για ανάπτυξη και τις ανάγκες της οικονομίας, τα σύνορα λειτουργούν σαν στρόφιγγα που ελέγχει την ροή των μεταναστών. Το “ταξίδι” του θανάτου περνά μέσα από τα δίκτυα των σύγχρονων δουλεμπόρων, τους πνιγμούς στα σαπιοκάραβα στο Αιγαίο, τις νάρκες και τις σφαίρες της συνοριοφυλακής στον Έβρο. Όσοι τα καταφέρνουν, αντιμετωπίζουν τον καπιταλιστικό “παράδεισο” της μαύρης εργασίας και της άγριας εκμετάλλευσης από τα αφεντικά στις οικοδομές, στα χωράφια, στην καταναγκαστική πορνεία ή εσώκλειστες σε σπίτια ως υπηρετικό προσωπικό και αλλού, στην επαρχία και στις μητροπόλεις. Οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα, η γκετοποίηση, ο εγκλεισμός στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και ο διάχυτος κοινωνικός ρατσισμός επικυρώνουν την βίαιη υποτίμηση των ζωών των μεταναστών σε σύγχρονους είλωτες. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, όσες μειοψηφίες μεταναστών τελικά κατάφεραν να “νομιμοποιηθούν” υπόκεινται σε ένα καθεστώς θεσμικής ομηρίας και υποτέλειας, φοβούμενοι -την ανά πάσα στιγμή- απώλεια των χαρτιών τους. Όλοι οι υπόλοιποι εξαναγκάζονται να ζουν σε μια ημιπαράνομη κατάσταση, ως μια “αόρατη/ανύπαρκτη” κοινωνική ομάδα.
Τα media αναλαμβάνουν να κατασκευάσουν την κοινωνική ταυτότητα του μετανάστη ως εγκληματία, ποινικοποιώντας την ίδια την ύπαρξη μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας, χαρακτηρίζοντάς την “λαθραία”, αλαλάζοντας τα ρατσιστικά και εμετικά τους κηρύγματα στα τηλε-δικαστήρια. Παράλληλα σιγοντάρουν και ενισχύουν απροκάλυπτα τις φασιστικές συμμορίες και τις “επιτροπές κατοίκων”, προωθώντας τις φασιστικές τους ιδεοληψίες. Οι τραμπούκικες παρακρατικές συμμορίες και οι “αγανακτισμένοι” εθνοπατριώτες, μέσα στη συνθήκη της γενικευμένης κρίσης βρίσκουν την ευκαιρία να ξεμυτίσουν, προπαγανδίζοντας τα μισαλλόδοξα ιδεολογήματα της καθαρότητας της φυλής και του έθνους, ποντάροντας στον εκφασισμό της κοινωνίας. Πάντα υπό την προστασία και την κάλυψη του κράτους και των σωμάτων ασφαλείας, προβαίνουν σε δολοφονικές επιθέσεις εναντίον των μεταναστών και όσων αγωνίζονται, λειτουργώντας ως ένα ακόμη μη “θεσμοποιημένο” όπλο του καθεστώτος.
Το ημιπαράνομο και ιδιότυπο καθεστώς διαβίωσης, η θεσμική ομηρία και η καταστολή δεν στοχεύουν παρά στην βίαιη υποτίμηση των μεταναστών ως εργατικό δυναμικό και το διαχωρισμό/υποβιβασμό τους σε σχέση με τους ντόπιους καταπιεσμένους, σε σημείο που ακόμα και οι τελευταίοι να μετατρέπονται συχνά σε εκμεταλλευτές.
Η καταστολή διασφαλίζει την “εθνική ανάπτυξη”
Το όραμα της κοινωνικής ευμάρειας (για τους ντόπιους), του εκσυγχρονισμού και της ισχυρής ελλάδας, η ένταξη στην ΟΝΕ και η εθνική φρενίτιδα των ολυμπιακών αγώνων χτίστηκαν με το αίμα των μεταναστών και των ντόπιων καταπιεσμένων. Τα όνειρα και οι ελπίδες ωστόσο, αποδείχθηκαν φρούδα. Τα περιθώρια του μέχρι πρότινος μοντέλου “εθνικής ανάπτυξης” εξαντλούνται, ενώ η εθνικιστική προπαγάνδα του κράτους εντείνεται, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή, την ενότητα δηλαδή, μεταξύ αφεντικών και δούλων, αμβλύνοντας στο όνομα του έθνους τις ταξικές/κοινωνικές αντιθέσεις. Το καθεστώς διέρχεται από μια άνευ προηγουμένου γενικευμένη κοινωνική κρίση. Η απεγνωσμένη απάντηση της κυριαρχίας περνά μέσα από τη συνολική επαναδιαπραγμάτευση των όρων εκμετάλλευσης και καταπίεσης, μέσα από μια σειρά αναδιαρθρωτικών μέτρων (επέκταση της μαύρης/ελαστικής εργασίας, περικοπές μισθών, ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις κ.ά.). Μια από τις συνιστώσες του νέου κοινωνικού/πολιτικού πλαισίου είναι η καταδίκη στην ανέχεια και την ανεργία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Το κεφάλαιο δημιουργεί πλεονάζον εργατικό δυναμικό (άνεργοι) και αυτό αφορά τόσο τους ντόπιους όσο και τους μετανάστες. Οι μετανάστες ως κομμάτι του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού και ως υποκείμενο που μπορεί να αναπτύξει αγωνιστική δράση και δεσμούς με άλλα αγωνιζόμενα κομμάτια, αποτελούν μια εστία που μπορεί να δημιουργήσει εκρήξεις και ενδεχόμενες ρωγμές στην προσπάθεια του καθεστώτος να επιβάλει το νέο πλαίσιο αφαίμαξης της εργατικής δύναμης. Έπειτα από μια 20ετία εντατικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης των μεταναστών, από το κεφάλαιο και τα ντόπια αφεντικά, το ελληνικό κράτος αποφασίζει να τους εκδιώξει.
Έτσι, φασιστικοποιεί το λόγο και τις πρακτικές του. Στοχοποιεί τους μετανάστες ως κοινωνική ομάδα και εξαγγέλλει νέα μαζικά πογκρόμ, υιοθετώντας φασιστικές πρακτικές που “είτε με εθελοντικό επαναπατρισμό είτε με υποχρεωτική απέλαση” (υπουργός ΠΡΟΠΟ), είτε με το στοίβαγμα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σκοπό έχουν να εκδιώξουν μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα. Ταυτόχρονα, και σε συνεργασία με την κυρίαρχη ευρωπαϊκή ελίτ, το ελληνικό κράτος αποπειράται να ανακόψει τις μεταναστευτικές ροές, με τη συνδρομή των στρατιωτικών ταγμάτων της Frontex στο Αιγαίο και τον Έβρο, καθώς και με τις εξαγγελίες για κατασκευή φράχτη στον Έβρο. Κι όλα αυτά σε μια προσπάθεια να επανακτηθεί η αξιοπιστία του καθεστώτος ως διαχειριστής των κοινωνικών ζητημάτων και να μετατοπιστεί η “ατζέντα” στο θεαματικό δημόσιο διάλογο των media από το ζήτημα της κρίσης σε αυτό των μεταναστών.
Το κράτος επιλέγει αυτή τη στιγμή να διαχειριστεί μια από τις πολλαπλές εστίες ενδεχόμενων κοινωνικών εκρήξεων, στην εποχή της κρίσης, εντείνοντας τις βίαιες και φασιστικές πρακτικές του.
Για τους αγώνες των μεταναστών και το περιεχόμενο της αλληλεγγύης
Η αλληλεγγύη απέναντι στους μετανάστες σε καμία περίπτωση δε λαμβάνει ένα ανθρωπιστικό-χριστιανικό περιεχόμενο. Αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες ως κοινωνικό υποκείμενο, ως μια ομάδα που υπόκειται στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, όπως και μεγάλα τμήματα του ντόπιου πληθυσμού. Δεν εκλαμβάνουμε τους μετανάστες ως θύματα που ανέχονται παθητικά κάθε είδους καταπίεση. Άλλωστε οι ίδιοι έχουν δείξει συχνά, αν και αποσπασματικά, αγωνιστικές διαθέσεις και αντιστάσεις. Από τις αφανείς καθημερινές αντιστάσεις μέχρι τις δημόσιες εκδηλώσεις τους στους τόπους δουλειάς (απεργία στη Μανωλάδα, απεργία πείνας σενεγαλέζων στα Γιάννενα, απεργία αιγύπτιων αλιεργατών στη Μηχανιώνα), την αντίσταση στις άθλιες συνθήκες κράτησης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (εξεγέρσεις και απεργίες πείνας) μέχρι τους αγώνες για νομιμοποίηση και χορήγηση πολιτικού ασύλου (απεργία πείνας στα χανιά, αγώνες ιρανών, αφγανών, παλαιστίνιων πολιτικών προσφύγων), τις έμπρακτες συγκρουσιακές αντιστάσεις (λιμάνι πάτρας, πέτρου ράλλη-μεταγωγών) και τη συμμετοχή τους στους κοινωνικούς αγώνες (δεκέμβρης 2008), οι μετανάστες οργανώνονται απέναντι στη βίαιη καθημερινή βαρβαρότητα. Διαψεύδοντας έτσι έμπρακτα τη θεωρία της θυματοποίησης και τη λύση της πατερναλιστικής ενσωμάτωσης στην ελληνική δημοκρατία, ανοίγουν τους διαύλους για την ανάπτυξη δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ ντόπιων και μεταναστών.
Επομένως, η αλληλεγγύη μεταξύ των καταπιεσμένων δε μπορεί παρά να λαμβάνει ένα πολιτικό περιεχόμενο. Ένα περιεχόμενο που να κινείται στην κατεύθυνση της ανάπτυξης σχέσεων μεταξύ των εκμεταλλευόμενων, της ενδυνάμωσης και σύνδεσης των αγώνων στην προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αδιαμεσολάβητα, αυτοοργανωμένα και αντιιεραρχικά να συναντηθούμε, να ζυμώσουμε εμπειρίες αγώνα και αντιλήψεις, να αναπτύξουμε κοινές αντιστάσεις και κοινωνικές σχέσεις ανταγωνιστικές στην κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα.
Στις 25 Γενάρη 2011 ξεκινάει πανελλαδική απεργία πείνας, στην οποία συμμετέχουν 300 μετανάστες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με βασικό τους αίτημα όπως αναφέρουν την νομιμοποίηση όλων των μεταναστών/τριών, ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους έλληνες εργαζομένους και εργαζόμενες.
Οι 300 μετανάστες απεργοί πείνας προτάσσοντας τα σώματά τους, ως έσχατο μέσο, ξεκινούν έναν συλλογικό αγώνα για να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους. Παράλληλα, αφγανοί, παλαιστίνιοι και ιρανοί πολιτικοί πρόσφυγες κινητοποιούνται για τη χορήγηση πολιτικού ασύλου, με κάποιους από τους πρώτους να έχουν ράψει τα στόματά τους, βρισκόμενοι σε απεργία πείνας για περισσότερο από 20 μέρες. Στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους αγώνες τους, σεβόμενοι τα περιεχόμενα με τα οποία τους νοηματοδοτούν.
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ 300 ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΑΠΕΡΓΟΥΣ ΠΕΙΝΑΣ ΑΠΟ 25/1/11 ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
ΚΟΙΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΙΕΣΜΕΝΩΝ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΤΙΑ, ΣΥΝΟΡΑ, ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ