Ποιος είναι ο ρόλος της νομικής παιδείας, τι σημαίνει το να μαθαίνει κανείς τον νόμο; Το πρώτιστο καθήκον των δασκάλων του νόμου είναι να κατανοούν και να διδάσκουν τη γλώσσα της δικαιοσύνης, την αναπνοή, το πνεύμα και την ψυχή που θα έπρεπε να κινεί το σώμα του νόμου. Νόμος χωρίς δικαιοσύνη είναι κενό γράμμα, σώμα δίχως ψυχή – υπολείμματα απλώς και ερείπια μιας έντιμης παράδοσης. Ένας δικηγόρος που θέλει να είναι άξιος του ονόματός της, νέμει και κατανέμει. Θέτει τις απαιτήσεις της απούσας δικαιοσύνης και της ιδανικής ισότητας ενώπιον της, ενάντια στα αιτήματα της εξουσίας και στις καταχρήσεις του πλούτου. Η δικαιοσύνη εκλείπει όχι μόνο όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια, που ο ίδιος ο νόμος έχει θέσει στον εαυτό του, αλλά πολύ περισσότερο όταν το σύνολο του Δικαίου (και η διδασκαλία του) δεν λογοδοτεί, η ίδια, στον βωμό της δικαιοσύνης. Δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να το θυμίσω αυτό στα παιδιά της Αντιγόνης.
Η Θέμιδα, που κοσμεί τα δικαστήρια μας, έχει δεμένα τα μάτια της ακριβώς για να μην δει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου, που έρχεται ενώπιον του νόμου (τοποθετώντας την αφηρημένη λογική του θεσμού πάνω από τη ζεστή λάμψη της δικαιοσύνης). Η Νομική σχολή, από την άλλη πλευρά, έχει στην πύλη της μια Δικαιοσύνη με ορθάνοιχτα μάτια, που κοιτάζει τον άλλο στο πρόσωπο και υπόσχεται άπειρη δικαιοσύνη. Εκείνοι που το ξεχνούν αυτό, όταν διδάσκουν ή ασκούν τη δικηγορία, μετατρέπονται σε λογιστές της εξουσίας και υποχείριά της. Από λειτουργούς του κράτους Δικαίου μετατρέπονται σε υπηρέτες του κράτους. Η απόσταση μεταξύ Κράτους και Κράτους Δικαίου είναι πάντοτε μικρή, αλλά όταν η δικαιοσύνη εκπίπτει του νόμου, τότε τα δύο καθίστανται ταυτόσημα – ο νόμος σαν γλώσσα μιας τρελής για δύναμη κυριαρχίας.
Τι είναι όμως δικαιοσύνη; Ξέρουμε ότι μας περιβάλλει η αδικία, αλλά συχνά δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται η δικαιοσύνη. Η πιο οδυνηρή μαρτυρία της εποχής μας είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη έχει εκλείψει. Ότι δικαιοσύνη δεν υπάρχει στα γκέτο της Αθήνας, δεν υπάρχει για τους ανέργους. Ότι ματαιώνεται με τη λήψη των μέτρων του ΔΝΤ, τις περικοπές μισθών για τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους ή με την αντιμετώπιση των προσφύγων στα στρατόπεδα του Έβρου και το τείχος που ετοιμάζεται για να κρατήσει τους φτωχούς εκτός και τους Έλληνες εντός.
Η βίαιη αποβολή της δικαιοσύνης αποδεικνύεται από την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία η αποστολή προσφύγων στην Ελλάδα ισοδυναμεί με βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση. Αιτία γι’ αυτήν την απόφαση είναι η απάνθρωπη διαβίωση και συνθήκες κράτησης των προσφύγων, καθώς και το γεγονός ότι η Ελλάδα, ουσιαστικά, ποτέ δεν δίνει άσυλο στους αιτούντες πρόσφυγες. Αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το Βέλγιο καταδικάστηκε, επειδή θεώρησε την Ελλάδα ως ανθρωπιστικό κράτος στο οποίο μπορεί να αποστείλει πίσω έναν Αφγανό πρόσφυγα και από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, που στο εξής δεν θα στέλνουν πια πρόσφυγες στην Ελλάδα και θα αντιμετωπίζουν την ελληνική κυβέρνηση όπως της αξίζει: σαν βιαστή της στοιχειώδους αξιοπρέπειας των εξαθλιωμένων αυτής της γης. Δεν υπάρχει ασυλία στην Ελλάδα – οι πρόσφυγες και οι μετανάστες συλούνται. Το πανεπιστημιακό άσυλο προσφέρει μια ελάχιστη αποζημίωση γι’ αυτή την πολύ μεγαλύτερη και διαρκή σύληση.
Η δικαιοσύνη θα ναυαγήσει τη στιγμή που ο Νόμος και οι πανεπιστημιακοί καθηγητές θα επιχειρήσουν να “εκκενώσουν” τη σχολή της Νομικής από τους απεργούς πείνας που την κατέλαβαν, ώστε να έχουν ένα μέρος να κοιμούνται. Πετώντας έξω τους απεργούς, αυτό που θα πετάξουν έξω από τη Σχολή του Νόμου είναι η δικαιοσύνη. Γιατί τι είναι ακριβώς αυτό που ζητάνε αυτοί οι άνθρωποι μέσα στο σπίτι του Νόμου; Να μας κάνουν να προσέξουμε επιτέλους την αδύναμη και ασήμαντη ύπαρξή τους, να γίνουν ορατοί. Διεκδικούν τις απαραίτητες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Την ελάχιστη δυνατή αναγνώριση ότι ζουν εδώ, εργάζονται εδώ, ωστόσο τους μεταχειρίζονται χειρότερα απ’ ό,τι καταδικασμένους σε ισόβια. Αυτό που λένε είναι, απλώς, “είμαστε εμείς που δεν μας βλέπετε, δεν μας λαμβάνετε υπόψη, δεν μας δίνετε ταυτότητα, εμείς που είμαστε δίπλα σας και ανήκουμε σε αυτό που είστε και σ’ αυτό που γίνεστε”. Είναι οι άνθρωποι που τιμωρούνται, όχι γι’ αυτό που έχουν κάνει (εγκληματικότητα ή παρανομία), αλλά γι’ αυτό που είναι. Όχι γιατί έχουν αμαρτήσει, αλλά για την εξαθλιωμένη τους αθωότητα. Οι δικοί μας “sans papiers” (χωρίς χαρτιά) είναι οι homines sacri, άνθρωποι που, επειδή δεν έχουν νομική υπόσταση, δεν λογαριάζονται ως άνθρωποι και γι’ αυτό υφίστανται τις χειρότερες βαναυσότητες από κράτη ή ανθρώπους, εργοδότες, ιδιοκτήτες ή ‘σιωπηρές μειοψηφίες’, που κραυγάζουν εναντίον τους.
Θα ακούσουμε και πάλι τα προφανή, πως η Ελλάδα είναι μια χώρα που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Διδάσκουμε το Σύνταγμα και τα δικαιώματα στις σχολές της Νομικής. Διαθέτουμε πλήθος οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εταιρείες και συλλόγους, διανοούμενους, υπουργούς και γραμματείς, συνηγόρους και θεσμούς που τα προάγουν. Αλίμονο… Δεν σταματάνε να μας επαναλαμβάνουν πως τα ανθρώπινα δικαιώματα ανήκουν σε όλους μας, ακριβώς επειδή είμαστε ανθρωποι, κι όχι επειδή ανήκουμε σε κάτι πιο περιορισμένο, όπως το έθνος, το κράτος ή μία ομάδα. Κι αυτό ακούγεται πραγματικά παρηγορητικό. Όταν, ωστόσο, γυρίσουμε το βλέμμα στους μετανάστες της Νομικής σχολής, οι παραπάνω διακηρύξεις φαντάζουν αντιφατικές και ψευδείς σαν τις αξίες της κυρίαρχης ιδεολογίας μας.
Καταγγέλλοντας τις χείριστες παραβιάσεις σήμερα στην Ελλάδα, διεκδικώντας το δικαίωμα να γίνουν ορατοί και αντιληπτοί -έστω και ελάχιστα, έστω και με το τίμημα της ζωής τους- αυτοί οι άνθρωποι προσφέρουν την πιο σημαντική υπηρεσία που θα μπορούσαν, στον Νόμο και τη Νομική Σχολή. Φέρνουν αντιμέτωπους τους καθηγητές και τους φοιτητές με όσα θα ‘πρεπε να διδάσκουν και να διδάσκονται, αλλά τις περισσότερες φορές αγνοούν. Η θυσία (sacrificium) σημαίνει ιεροποίηση (sacer facere), σύνδεση του εγκόσμιου με το άγιο. Η θυσία τους είναι πράγματι μια πράξη ιερή – ένα γεφύρωμα του Νόμου και της διδασκαλίας του, με την άπειρη δικαιοσύνη και την ατελεύτητη φιλοξενία, για τις οποίες δεν μπορούμε ποτέ να πούμε ότι είναι εδώ, ότι τις κατέκτησε τώρα ο κόσμος, κι εμείς μέσα σε αυτόν, και ότι, άρα, ο κόσμος είναι “καλός”.
Αν πετάξουμε έξω αυτούς τους ανθρώπους από τη σχολή όπου διδάσκεται ο Νόμος, ένας νόμος που για ελάχιστες ώρες και μέρες κατακλύστηκε με την ιδέα της δικαιοσύνης, ή, καλύτερα, με τη διαμαρτυρία ενάντια στην απόλυτη αδικία, τότε πραγματικά δεν θα μας αξίζει να γυρίσουμε ξανά στον ίδιο χώρο για να διδάξουμε τον Νόμο ή να υποκρινόμαστε ότι ο Νόμος που διδάσκουμε έχει οποιαδήποτε σχέση με τη δικαιοσύνη.
Κώστας Δουζίνας
Πηγή: Αυγή