της ΛΙΛΙΑΝΑΣ ΣΑΛΙΑΪ*
Για αρχή να αυτοσυστηθώ. Είμαι μετανάστρια που ζω και εργάζομαι στην Κρήτη, για 17 χρόνια. Εχω ζήσει στο πετσί μου αυτό που περνάνε αυτά τα παιδιά, το να θεωρούμαι παράνομη. Εχω αντιμετωπίσει το ρατσισμό, την καταστολή, την επίθεση και τα παιχνίδια των ΜΜΕ. Συνεχίζω να βιώνω την εκμετάλλευση και τον αποκλεισμό επειδή «δεν κάθομαι στα αυγά μου», επειδή είμαι μετανάστρια, επειδή είμαι γυναίκα στο χώρο της εργασίας. Συνεχίζω να είμαι, από το ‘97, υπό καθεστώς προσωρινής παραμονής, με ατελείωτη αγωνία για το αν θα μπορώ να παραμείνω νόμιμη, να συμπληρώσω ένσημα, παράβολα, εισόδημα και άλλα τόσα εμπόδια που σκοπό έχουν την απονομιμοποίηση.
Παράλληλα με τον αγώνα μου να επιβιώσω στη σκληρή αγορά εργασίας, να μεγαλώσω το παιδί μου, να ανανεώσω την άδεια παραμονής, και την ανάγκη μου για περαιτέρω μόρφωση, ένιωθα έντονη την ανάγκη να κατανοώ την κοινωνική μου θέση και τους τρόπους να διεκδικώ τα δικαιώματά μου. Μια και δεν μπόρεσα να τελειώσω σπουδές στην πατρίδα μου, μπήκα σε ελληνικό πανεπιστήμιο στις πολιτικές επιστήμες και τώρα είμαι σε μεταπτυχιακό στην κοινωνιολογία.
Δεν είμαι οργανωμένη σε κανένα κόμμα ή οργάνωση. Αγωνίζομαι για τα προβλήματα των μεταναστών και έτσι στηρίζω μέχρι τέλους τον αγώνα των απεργών πείνας, όχι από θέση αλληλεγγύης, αλλά επειδή είμαι κομμάτι αυτών των ανθρώπων. Μέσα από την απόγνωσή τους, βάζοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο, βγάζουν και τη δική μου φωνή.
Πίστευα, όπως όλοι οι αλληλέγγυοι, ότι ο χώρος της Νομικής ήταν ο καλύτερος για να αναδειχθεί η ακραία κατάσταση των μεταναστών που ζουν στο σκοτάδι της παρανομίας που τους έχει επιβληθεί. Πίστευα ότι το άσυλο ανήκει όντως σε όλο το λαό, εκτός αν εννοείτε λαό μόνο τους Έλληνες και όχι εμάς τους μετανάστες. Εμείς πιέσαμε και «υποκινήσαμε» τον αντιρατσιστικό χώρο μέσα από πολλές συνελεύσεις, και όλοι θέλαμε να γίνει, όπως και έγινε, με ειρηνικό τρόπο, σε χώρο που ήταν υπό ανακαίνιση και δεν χρησιμοποιούνταν, γιατί πραγματικά δε θέλαμε να εμποδιστεί η λειτουργία του πανεπιστημίου και θέλαμε όλους τους φοιτητές στο πλευρό μας. Η «κατάληψη» έγινε μετά από συνεννόηση και απόφαση των φοιτητικών συλλόγων της νομικής και με συγκατάθεση της πρυτανείας.
Ξαφνικά όμως δεχτήκαμε επίθεση όχι μόνο από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, αλλά ακόμα και από την πρυτανεία και μέλη του φοιτητικού συλλόγου (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ) ότι κάναμε δήθεν κατάληψη της νομικής σχολής εμποδίζοντας τη λειτουργία της, δήθεν βανδαλισμούς και έκτροπα. Τι υποκρισία!
Η επίθεση που δεχθήκαμε από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ δεν είχε προηγούμενο. Η προσπάθεια να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο και να στρέψουν την ελληνική κοινωνία εναντίον των απεργών ήταν αποπνικτική. Οι απεργοί πείνας από τα Χανιά το 2008 είχαν επικοινωνήσει προσωπικά με τον κ. Παπανδρέου, πιστεύοντας στην ευαισθησία του. Τους είχε υποσχεθεί ότι μόλις γινόταν κυβέρνηση θα έλυνε τα προβλήματα. Τους έδωσε ελπίδες ότι θα ασχοληθεί σοβαρά με τα προβλήματα των μεταναστών. Αντί αυτού, έστειλε την αστυνομία να τους διώξει με το πιστόλι στον κρόταφο. Τι απογοήτευση!
Το άσυλο δεν το χτύπησαν ούτε οι απεργοί πείνας ούτε οι «υποκινητές». Το άσυλο το χτύπησαν όλοι αυτοί. Το καλό πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο που έχει επαφή με την κοινωνία και ασχολείται με τα προβλήματά της, ειδικά των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως αυτή των μεταναστών.
Σε όλους όσοι μας λυπούνται γιατί «μας χρησιμοποιούν» και «μας υποκινούν», αυτό που έχω να πω είναι ότι μας προσβάλλουν με το να μας θεωρούν άβουλα όντα. Δε ζητήσαμε να μας λυπούνται. Ζητήσαμε να μας στηρίξουν. Οταν πιο παλιά ερχόμασταν εμείς στην Ελλάδα, δεν ήταν εύκολο να επιβιώσουμε αν δε δίναμε όρκους νομιμοφροσύνης «βορειοηπειρωτικής» καταγωγής, αν δεν ορκιζόμασταν ότι «σε πόλεμο Ελλάδας – Τουρκίας θα δίναμε τη ζωή μας στο όνομα της Ελλάδας». Ποτέ δε δέχτηκα να το κάνω. Αυτό που λέω όμως με όλη μου τη ψυχή είναι ότι αγάπησα αυτή την κοινωνία στην οποία βρέθηκα ως μετανάστρια και παλεύω για να την κάνουμε καλύτερη, μια κοινωνία που να χωράει όλους μας, με κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη και αδερφικότητα.
Περνώντας από τα Προπύλαια με το λεωφορείο ακούω ακραία σχόλια από απλούς ανθρώπους. Δε νιώθω ούτε μίσος ούτε οργή για αυτούς. Νιώθω οργή και θυμό για αυτούς που τους έκαναν έτσι με το να τους σερβίρουν αυτά που θέλουν. Οι άνθρωποι ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν τη φωνή των ίδιων των μεταναστών.
Η εικόνα του μετανάστη ταυτιζόταν με του κλέφτη, του απατεώνα, του εγκληματία. Για την τεράστια προσφορά και συμβολή των μεταναστών σε αυτή την χώρα τα τελευταία 20 χρόνια, ούτε λόγος. Προσφορά, που είναι τεκμηριωμένη από επιστημονικές στατιστικές αλλά και κρατικές και ευρωπαϊκές μελέτες, οι οποίες ποτέ δεν προβλήθηκαν. Ούτε και οι καταγγελίες του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών για την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων.
Επειδή η ζωή των απεργών πείνας είναι σε μεγάλο κίνδυνο καλώ την πολιτεία, την κυβέρνηση, εδώ και τώρα, πριν θρηνούμε ζωές, να σκύψουν και να δώσουν λύση στα προβλήματα που οι ίδιοι δημιουργήσανε. Καλώ την κοινωνία να επιβάλει η ίδια τις προϋποθέσεις για να ακουστεί η φωνή μας και να προβληματιστεί για τη ζωή αυτών των παιδιών που θα μπορούσαν στη θέση τους να είναι τα παιδιά της, πριν είναι πολύ αργά.
(*) Την Λ. Σ. γνωρίσαμε τη ματωμένη Πρωτοχρονιά του 2006 στο Ρέθυμνο, όταν δολοφονήθηκε εν ψυχρώ μέσα στο σπίτι του ένα δεκαεπτάχρονο παιδί αλβανικής καταγωγής, από μια παρέα Ελλήνων «πατριωτών» (Ιός, 19.3.2006).