Από το Γενάρη ως το Μάρτη του 1912 έγινε απεργία στο εργοστάσιο υφαντουργίας Λόρενς. Συμμετείχαν 23000 απεργοί. Όλο το διάστημα της απεργίας η διοίκηση διέδιδε μέσω του τύπου της εποχής, πως όλα λειτουργούν κανονικά, πως οι παραγγελίες θα παραδοθούν στην ώρα τους, πως οι προμηθευτές θα πληρωθούν στην ώρα τους.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Παπανδρέου και οι τροϊκανοί κολλητοί μετέτρεψαν τη χώρα σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο Λόρενς. Κάθε μέρα ανοίγει κι άλλο απεργιακό μέτωπο. Στον κύκλο των αντιδρώντων δεν μετέχουν μόνο οι «κοπτοραπτούδες» και οι «χαμάληδες», αντίθετα, μπαίνουν και τμήματα μιας μεσαίας τάξης που δεν είχαν φανταστεί για τον εαυτό τους πώς είναι να σε φλιτάρουν τα ΜΑΤ ή πως η καταστολή δεν αφορά μόνο το πολιτικό περιθώριο, αλλά …έχει για όλους.
Όλο αυτό το κύμα προσπαθούν να το ανατρέψουν με τα εύκολα μέσα, τις δημοσκοπήσεις και την απειλή των πρόωρων εκλογών (που πλέον οριοθετούνται αρχές του Απρίλη). Δημοσκοπήσεις, που δείχνουν, πως η αόριστη κοινή γνώμη διαφωνεί με τις κινητοποιήσεις γενικώς. Συμπέρασμα: ή στις απεργίες μετέχουν ισχνές – πλην όμως φασαριόζικες – μειοψηφίες ή η κοινωνία εκτός από κατάθλιψη πάσχει και από παράκρουση, με τον λεωφορειατζή να διαφωνεί με την απεργία του γιατρού και τούμπαλιν.
Στην πολιτική εκτίμηση προηγείται ο «κανένας», ο ΓΑΠ βγαίνει από την κάλπη – τούρτα μεταμφιεσμένος σε Οδυσσέα, η Ν.Δ. παίρνει λίγο τα πάνω της, ο λαός βρίσκει αποκούμπι στον ακροδεξιό ΛΑΟΣ (που ψήφισε με τα δυο χέρια το Μνημόνιο) και η Ριζοσπαστική Αριστερά …καταβαραθρώνεται, μολονότι και την αλήθεια δεν κρύβει και από τους κοινωνικούς αγώνες δεν λείπει. Βγαίνοντας το πρωϊ όμως στον φούρνο, στην στάση, στη δουλειά, η μαγική εικόνα των «δελτίων στις 8» έχει διαλυθεί .
Από το Γενάρη ως το Μάρτη του 1912 έγινε απεργία στο εργοστάσιο υφαντουργίας Λόρενς. Συμμετείχαν 23000 απεργοί. Όλο το διάστημα της απεργίας η διοίκηση διέδιδε μέσω του τύπου της εποχής, πως όλα λειτουργούν κανονικά, πως οι παραγγελίες θα παραδοθούν στην ώρα τους, πως οι προμηθευτές θα πληρωθούν στην ώρα τους.Οι απεργοί για να σπάσουν τον απεργοσπαστικό μηχανισμό δημιούργησαν την μετακινούμενη απεργιακή ασπίδα. Κάθε μέρα 3000 – 10000 άνθρωποι απέκλειαν ολόκληρα τετράγωνα, ολόκληρες γειτονιές κι έμεναν εκεί με μουσικές και τραγούδια.
Σ’ αυτή τη χώρα, κάθε μέρα η φτώχεια χτυπά κι άλλους πολλούς, κάθε μέρα ένα καινούριο κομμάτι εξωθείται στην εξαθλίωση (και από αυτή έχει για όλους). Και τι κάνουν τα τμήματα αυτά της κοινωνίας; Μετατοπίζουν την ευθύνη; Ρίχνουν τα βάρη το ένα στο άλλο; Κυριαρχεί ο κοινωνικός αυτοματισμός; Παίρνει κεφάλι ένας ιδιότυπος δωσιλογισμός; Και η κατανόηση, η συμπαράσταση, η αλληλεγγύη – σε ποιο χαντάκι έπεσαν και πνίγηκαν; Πόσο πιο κάτω πρέπει να βυθιστεί η κοινωνία για να γίνει κατανοητό ότι τώρα η κοινή αντίληψη, η κοινή στάση, η κοινή πάλη, η ενιαία και καθολική αντίδραση θα αντιστρέψουν, θα ανατρέψουν, θα κάνουν τη ζωή όλων καλύτερη;
Πότε θα γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχουν αγώνες που εκθέτουν, αλλά αγώνες που δεν δίνονται;
Από το Γενάρη ως το Μάρτη του 1912 έγινε απεργία στο εργοστάσιο υφαντουργίας Λόρενς. Συμμετείχαν 23000 απεργοί. Όλο το διάστημα της απεργίας η διοίκηση διέδιδε μέσω του τύπου της εποχής, πως όλα λειτουργούν κανονικά, πως οι παραγγελίες θα παραδοθούν στην ώρα τους, πως οι προμηθευτές θα πληρωθούν στην ώρα τους.Οι απεργοί για να σπάσουν τον απεργοσπαστικό μηχανισμό δημιούργησαν την μετακινούμενη απεργιακή ασπίδα. Κάθε μέρα 3000 – 10000 άνθρωποι απέκλειαν ολόκληρα τετράγωνα, ολόκληρες γειτονιές κι έμεναν εκεί με μουσικές και τραγούδια. Οι απεργοί προέρχονταν από 25 διαφορετικές εθνικότητες και μιλούσαν 45 διαφορετικές γλώσσες. Πρόκειται για μια ιστορική απεργία, αφού για πρώτη φορά ξεπεράστηκε κάθε διαφορά – φύλου, χρώματος, γλώσσας, εθνικότητας – και διεκδικήθηκαν συνειδητά κοινά αιτήματα.
Η απεργία πείνας των 300 μεταναστών δεν αποτελεί μια ανταγωνιστική, μια αποπροσανατολιστική κινητοποίηση. Αντίθετα, η απεργία πείνας των 300 μεταναστών βρίσκεται στην καρδιά των εργατικών αγώνων στη χώρα. Ο κάθε εργαζόμενος, που χάνει κεκτημένα, που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει άρδην, έχει τη δική του ασπίδα προστασίας: τα συνδικάτα. Κυβερνητικα; Προδοτικά; Ξεπουλημένα; Ναι, αλλά υπάρχουν και είναι στο χέρι των εργαζόμενων σήμερα μέσα στην κρίση να τα αλλάξει όλα – και τους συσχετισμούς και το χαρακτήρα και τη δυναμική τους (γιατί δεν παίρνει άφεση αμαρτιών η εργατική τάξη για την κατάντια του συνδικαλισμού).
Οι μετανάστες έχουν μόνο το κορμί τους και την αλληλεγγύη. Κι όταν κάποιος αποφασίζει να διαθέσει το κορμί του, η αλληλεγγύη γίνεται καθήκον. Δεν είναι ούτε μονομέρεια, ούτε αυτισμός. Οι πολιτικές δυνάμεις, οι πολιτικές συλλογικότητες, οι κοινωνικές οντότητες, οι άνθρωποι, που βρίσκονται δίπλα στον αγώνα των μεταναστών δεν έχουν ούτε μία απουσία από τις μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις. Δεν τσιγκουνεύτηκαν ποτέ την αλληλεγγύη.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι ΙWW (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου, γνωστοί και ως Γουόμπλις), άνοιξαν τις πόρτες τους στα πλέον καταπιεσμένα κομμάτια της εργατικής τάξης, τους μαύρους, τους μετανάστες, τις γυναίκες. 16 μέρες τώρα αναζητείται μια ανακοίνωση (έστω) αλληλεγγύης από τις μεγάλες Ομοσπονδίες εργαζόμενων και τη ΓΣΕΕ (που της αρέσει το κρυφτό). Δικό τους το πρόβλημα… Κάποιοι θα επιμένουν να τραγουδούν:
«Καθώς βαδίζουμε διαδηλώνοντας μέσα στην ομορφιά της μέρας
Ένα εκατομμύριο σκοτεινές κουζίνες, χίλια γκρίζα εργοστάσια
Αγγίζει όλη η λαμπεράδα, που απελευθέρωσε ένας ξαφνικός ήλιος.
Γιατί ο λαός μας ακούει να τραγουδάμε: Ψωμί και τριαντάφυλλα – Ψωμί και τριαντάφυλλα.
Καθώς βαδίζουμε διαδηλώνοντας μαχόμαστε και για τους άντρες.
Γιατί κι αυτοί είναι στον αγώνα και θα νικήσουμε μαζί.
Η ζωή μας απ’ την ώρα της γέννησης μέχρι το τέρμα της δεν θα ναι ένας ατέλειωτος μόχθος.
Οι καρδιές πεινούν όσο και τα κορμιά μας.
Δώστε μας ψωμί, Δώστε μας και τριαντάφυλλα».
(Για την ιστορία, η απεργία στο εργοστάσιο υφαντουργίας Λόρενς νίκησε)
Της Μαρίας Μπαλάφα
Πηγή: Red Notebook