Η αφήγηση 6 μεταναστών εργατών απεργών πείνας

Νορντίν

26 χρονών, 3 χρόνια μετανάστης

 

«Όποιον από εμάς κι αν ρωτήσεις, κανείς δεν πρόκειται να σου πει τη χώρα καταγωγής του. Σ’ αυτόν τον αγώνμα είμαστε όλοι το ίδιο: μετανάστες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό. Πήγα σχολείο μέχρι τα 17 μου. Στην τελευταία τάξη του λυκείου αποφάσισα να τα παρατήσω. Δεν είχε κανένα νόημα, δεν υπήρχε καμία προοπτική. Το χωριό μου είναι μικρό και τα χώματά του άγονα. Παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας μου και τα πέντε μου αδέρφια πάλευαν μ’ αυτά τα χωράφια νύχτα – μέρα. Ατελείωτες ώρες δουλειάς για λίγα χρήματα. Οι περισσότεροι συγχωριανοί μου τους μισούς μήνες είναι άνεργοι. Αν γεννηθείς φτωχός είσαι πάντα φτωχός. Από τα 20 μου ήθελα να φύγω. Το προετοίμαζα δύο χρόνια. Είχα δει την Ελλάδα στο ίντερνετ. Όμορφη χώρα, θα ζήσω καλά εκεί. Έτσι νόμιζα.

 

Δεν ήθελαν να φύγω· οι αδερφές κι η μάνα μου έκλαιγαν – γάμησέ τα. Η τελευταία βραδιά στο σπίτι… σαν να με έκλαιγαν ζωντανό. Σωστό ήταν – από τότε δεν με ξαναείδαν. Έφυγα μόνο με τα ρούχα που φορούσα. Έφτασα με αεροπλάνο στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στον Έβρο. Πέντε φορές πέρασα τα σύνορα και πέντε φορές με γύρισαν πίσω. Θα προσπαθούσα και 50 αν χρειαζόταν. Είχα πληρώσει 5.000 ευρώ, η οικογένειά μου είχε ξεπαραδιαστεί για να ζήσω στην Ευρώπη. Για μένα δεν υπήρχε πίσω, μόνο μπροστά. Όταν πέρσι πέθανε ο πατέρας μου και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία επειδή δεν είχα χαρτιά, είπα “ώς εδώ”. Αύριο μπορεί να πεθάνει κι η μάνα μου, δεν γίνεται να μη νεκροφιλήσω ούτε κι εκείνη».

 

Αμπντούλ

27 χρονών, 6 χρόνια μετανάστης

 

«Η οικογένειά μου είναι μεγάλη, η μάνα μου γέννησε 9 παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός κι όταν πήρε τη σύνταξή του άνοιξε ένα μικρό μπακάλικο. Η μάνα μου, όπως και οι αδερφές μου, δεν δουλεύουν, μένουν στο σπίτι και φροντίζουν την οικογένεια. Δύο από τα μεγαλύτερα αδέρφια μου είχαν ήδη φύγει για την Ευρώπη πριν από μένα. Τώρα ζουν στην Ιταλία και οι δυο, η αδερφή μου μάλιστα είναι παντρεμένη εκεί· ασφαλώς κι έχουν χαρτιά. Οι γονείς μου ήξεραν πως θα φύγω κι εγώ αργά ή γρήγορα, δεν ξαφνιάστηκαν καθόλου με την απόφασή μου. Τι να έκανα σε ένα χωριουδάκι κοντά στην έρημο, με δέκα μαγαζιά κι εκατό σπίτια; Έτσι σκεφτόμουν τότε, ότι η Ευρώπη θα μου προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Όχι πλούσια, καλύτερη όμως. Έτσι, λοιπόν, μάζεψε χρήματα για το εισιτήριο και τον δουλέμπορο όλη η οικογένειά μου.

 

Έχω όλα τα ένσημα, έχω πληρώσει παράβολα και μου λένε πως η υπόθεσή μου θα εκδικαστεί σε 6 χρόνια. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι μου για να πάρω τσιγάρα να τρέμω μήπως με πιάσουν. Δοκιμάσαμε με όλους τους τρόπους, με δικηγόρους, με πορείες, με διαμαρτυρίες. Τίποτα δεν έγινε. Αυτό είναι το τελευταίο μας χαρτί. Αν δεν τα καταφέρουμε θα γίνουμε σαχίντ (μάρτυρες). Γιατί αυτόν τον αγώνα τον κάνουμε για τα χαρτιά, για την ελευθερία, για την αξιοπρέπεια».

 

Μουσταφά

27 χρονών, 6 χρόνια μετανάστης

 

«Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός. Έχω πέντε αδερφές και τρεις αδερφούς. Το όνειρο μου ήταν να γίνω δικηγόρος. Διάβασα πολύ, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Νομική. Όταν πια έφτασα στο τρίτο έτος της σχολής είχα ακούσει τόσες πολλές φορές από τους δουλέμπορους πόσο καλή είναι η ζωή εδώ, που πια είχα πειστεί να φύγω. Άλλωστε, έβλεπα κι όλους τους συμφοιτητές μου, ακόμα και τους αριστούχους, να μένουν άνεργοι για χρόνια. Η άλλη λύση ήταν να με ταϊζει ο πατέρας μου από τη σύνταξή του. Δεν το ήθελα με τίποτα. Κι έτσι αποφάσισα πως δεν πειράζει αν δεν γίνω επιστήμονας, αρκεί να είμαι αξιοπρεπής. Πήρα 5.000 ευρώ δάνειο από έναν τοκογλύφο για να πληρώσω το ταξίδι. Οι γονείς μου, παρόλο που φοβόντουσαν πολύ για μένα, στο τέλος συμφώνησαν. Νόμιζαν πως εδώ θα ζω εγώ καλά και θα στέλνω και χρήματα στα αδέρφια μου.

 

Χίλιες φορές το σκεφτήκαμε αν πρέπει να κάνουμε απεργία πείνας κι άλλες τόσες σκεφτήκαμε να κάνουμε πίσω. Χίλιες φορές είδαμε και τα προβλήματά μας. Όταν δεν έχεις χαρτιά είσαι αόρατος, ακόμα κι όταν πεθαίνεις».

 

 

Αχμέντ

28 χρονών, 7 χρόνια μετανάστης

 

«Στο χωριό μου ήμουν μαραγκός και το μοναδικό μέλος της οικογένειάς μου που είχε δουλειά. Από τα έξι μου αδέρφια δεν είχε μεροκάματο κανείς. Στη χώρα μου υπάρχει φτώχεια και δικτατορία, οι άνθρωποι λιμοκτονούν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Γυρνούσα τα βράδια σπίτι μου έπειτα από 10-12 ώρες δουλειάς με χρήματα που ίσα έφταναν για να φάμε όλοι. Αν έφταναν. Το σκεφτόμουν καιρό ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να πάω κάπου όπου θα μπορώ να βοηθήσω και τους άλλους να επιβιώσουν. Δεν ήταν δύσκολο να βρω τον δουλέμπορο που θα με έφερνε εδώ· κυκλοφορούν στα χωριά και διαφημίζουν την Ευρώπη. Είχα έναν ξάδερφο που ζούσε 20 χρόνια εδώ, όμως την Ελλάδα δεν την είχα δει ούτε σε φωτογραφία. Μου ζήτησε 3.000 ευρώ. Στους δικούς μου δεν είπα κουβέντα. Απλώς άνοιξα την πόρτα και εξαφανίστηκα ένα πρωί. Ξανάκουσαν τη φωνή μου όταν πια είχα φτάσει στην Ελλάδα. Έμεινα άφωνος όταν αντίκρισα την Αθήνα. Ευρώπη! λέω, έτσι πρέπει να ζουν οι άνθρωποι».

 

 

Χαμίντ

32 χρονών, 3 χρόνια μετανάστης

 

«Είμαι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Έχω να δω τον Γιασίν και τη Χαντίζα τρία χρόνια. Ευτυχώς υπάρχει και το Skype και τα βλέπω να μεγαλώνουν, αλλά δεν θέλω να παίρνω τηλέφωνο συχνά, η γυναίκα μου γκρινιάζει να γυρίσω πίσω. Να πάω πού; Δούλευα εργάτης στα χωράφια κι έπαιρνα 15 ευρώ για 10 ώρες δουλειάς, μπορεί και 12 ώρες. Η ζωή στο χωριό μου δεν ήταν ζωή, ήταν επιβίωση. Ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα μικρό σπίτι: η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέρφια μου, η γυναίκα μου,τα παιδιά μου. Αν είσαι γυναίκα, μένεις σπίτι και κάνεις δουλειές, φροντίζεις τα παιδιά. Αν είσαι άντρας, ξυπνάς, πας στο χωράφι, δουλεύεις, γυρίζεις σπίτι, τρως, κοιμάσαι. Την επομένη πάλι το ίδιο. Το χειρότερο είναι όταν συνειδητοποιείς πως όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα κι ότι τα παιδιά σου θα ζήσουν έτσι ακριβώς κι αυτά. Ο αδερφός μου έφυγε από το 2004 στην Ισπανία. Είναι νόμιμος εκεί, ζει καλά. Και λέω, θα πάω στην Ισπανία κι εγώ. Ο τρόπος ήταν να περάσω στην Ευρώπη από την Ελλάδα. Πήγα στην Πάτρα για να φύγω. Τρεις φορές κρύφτηκα κάτω από το φορτηγό, με έπιασαν και τις τρεις. Τώρα θέλω τα χαρτιά μου για να πάω πίσω στην πατρίδα μου, να δω τα παιδιά μου. Όταν αποφάσισα να φύγω για την Ευρώπη, όλοι μου έλεγαν: “Πού πας; Έχεις παιδιά, θα πνιγείς, θα σε σκοτώσουν στα σύνορα”. Επειδή έχω παιδιά δεν φοβήθηκα ούτε τη θάλασσα ούτα τα όπλα. Επειδή έχω παιδιά δεν φοβάμαι και τώρα».

 

 

Χασάν

30 χρονών, 6 χρόνια μετανάστης

 

«Ο πατέρας μου ήταν ταξιτζής. Έχω τρία αδέρφια. Κανένας άλλος δεν σπούδασε από την οικογένειά μου· όμως εγώ ήθελα τόσο πολύ να πάω στο πανεπιστήμιο. Ήξερα από τότε πως οι πτυχιούχοι δεν βρίσκουν δουλειά, πολύ περισσότερο όσοι σπουδάζουν ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά ήμουν 17 χρονών κι αγαπούσα με πάθος την Ιστορία. Πίστευα πως εγώ θα τα καταφέρω κι όχι μόνο θα περάσω στο πανεπιστήμιο, αλλά στο τέλος θα γίνω και καθηγητής, θα κάνω έρευνα, θα είμαι για πάντα χωμένος στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Στρώθηκα στο διάβασμα και πέρασα στους 10 πρώτους. Δεν έχασα ποτέ μάθημα, δεν έχασα ποτέ εξεταστική. Τελείωσα με άριστα. Μάλιστα, η διατριβή μου εκδόθηκε σε βιβλίο. Κι άρχισα να ψάχνω για μια θέση λέκτορα. Στην αρχή στα πανεπιστήμια της πρωτεύουσας, μετά σε όλα, μέχρι και σε κολέγια. Μετά από δυο χρόνια κατάλαβα πως μου έλειπε το βασικό προσόν: εμένα ο πατέρας μου δεν ήταν πανεπιστημιακός… Εγκατέλειψα το όνειρό μου. Λέω: Χασάν, τώρα πρέπει να επιβιώσεις, δεν είναι καιρός για όνειρα. Άρχισα να ψάχνω για μια οποιαδήποτε δουλειά. Σε μαγαζιά, σε εταιρείες, ακόμα και στο δήμο οδοκαθαριστής θα πήγαινα. Μετά κατάλαβα πως μου έλειπε ένα ακόμα προσόν: δεν είχα κανένα κονέ, δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά, ούτε στην καθαριότητα. Τότε αποφάσισα να φύγω. Ήθελα να έρθω ειδικά στην Ελλάδα: είχα διαβάσει τόσα στο πανεπιστήμιο, είχα δει ντοκιμαντέρ. Δεν το είπα σε κανέναν, το τελευταίο βράδυ που έφαγα με τους δικούς μου φερόμουν σαν να είναι οποιοδήποτε βράδυ.

 

Πέρασα αμέσως τα σύνορα και ήμουν τυχερός και μετά. Δεν έμεινα ποτέ χωρίς δουλειά· προσπαθούσα να έχω πάντα ένσημα, διότι ήθελα να ζήσω και να κάνω οικογένεια εδώ. Ήθελα πολλά παιδιά και μια γυναίκα να αγαπάω. Τώρα; Τώρα, αν δεν γίνει τίποτα, δεν με νοιάζει πια. Για τους δικούς σου, από την ώρα που φεύγεις μετανάστης είσαι ήδη νεκρός, στρώνουν κάθε βράδυ τραπέζι κι εσύ λείπεις. Τους είπα να με κλάψουν 40 μέρες, κι αυτό ήταν. Κι εμείς, αν πεθάνουμε, θα κοιμόμαστε για πάντα ήσυχοι. Όμως, αυτοί που δεν μας δίνουν μια σφραγίδα δεν θα κοιμούνται ήσυχοι ποτέ. Θέλω να πω και μια κουβέντα στους έλληνες φίλους που έκανα: Μπήκατε στην καρδιά μου. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Και σε όλους αυτούς που μας φέρθηκαν άσχημα, μας έφαγαν λεφτά: Σας τα χαρίζω. Σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Αντίο σας».

 

από το άρθρο της Ντίνας Δασκαλοπούλου ( // <![CDATA[// <![CDATA[
var prefix = ‘mailto:’;
var suffix = ”;
var attribs = ”;
var path = ‘hr’ + ‘ef’ + ‘=’;
var addy22124 = ‘dida’ + ‘@’;
addy22124 = addy22124 + ‘enet’ + ‘.’ + ‘gr’;
document.write( ‘‘ );
document.write( addy22124 );
document.write( ” );
// ]]>
dida@enet.gr// <![CDATA[// στο Έψιλον-20.02.11)

http://www.babylonia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3033%3A-afigisi-6-apergwn-peinas-&catid=121%3A300–&lang=el