Δεν νομίζω ότι είναι δυνατή μια κάποιου τύπου τεχνοκρατική διαχείριση του μεταναστευτικού με «ανθρώπινο πρόσωπο», εφ΄ όσον παρακάμπτεται το κεντρικό ζήτημα που είναι η εξαθλίωση των κοινωνιών που παράγουν μαζικά την ανάγκη της μετανάστευσης από τον ιμπεριαλισμό, τη νεοαποικιοκρατία, τις εμφύλιες συρράξεις. Λυπάμαι, αλλά εδώ δεν υπάρχουν θετικές προτάσεις
Του Βασίλη Παπαστεργίου Πριν από πολλά χρόνια είχα διαβάσει στον Τύπο για το θέμα ενός μυθιστορήματος ο τίτλος του οποίου πλέον μου διαφεύγει. Η ιστορία ήταν περίπου η εξής: μια νύχτα αιφνιδιαστικά, τα μεγάλα αεροδρόμια της Ευρώπης κατακλύζονται από μετανάστες και μετανάστριες, κατοίκους των χωρών του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου», που με μια πράξη «οργανωμένης απελπισίας» αποφάσισαν να καταλάβουν όλες τις αεροπορικές πτήσεις προς τις μεγάλες πόλεις της Δύσης και να εγκατασταθούν στον πυρήνα του δυτικού κόσμου διεκδικώντας το μερίδιό τους από την ευημερία του. Θυμάμαι ότι η ανάγνωση του θέματος αυτού του άγνωστου βιβλίου μού προκάλεσε θετικά συναισθήματα. Ενστικτωδώς συντάσσεται κανείς με τον καταφρονεμένο, με αυτόν που διεκδικεί την έξοδο από την εξαθλίωση, μια καλύτερη ζωή εν τέλει. Εκτός ίσως από την περίπτωση που αυτός χτυπά την πόρτα της χώρας σου. Το ζήτημα των μεταναστών και των προσφύγων προκαλεί αμηχανία και δυσκολία στον αριστερό κόσμο. Στις συζητήσεις παντού είναι προφανές ότι νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε άμυνα, ότι ο κόσμος που ερχόμαστε σε επαφή δυσκολεύεται πολύ να συμμεριστεί τις απόψεις μας, ότι εν τέλει το ζήτημα δεν είναι «προνομιακό» για μας. Αυτή η δυσκολία νομίζω ότι υπάρχει ακόμη και στον πυρήνα μας, στον κόσμο της Αριστεράς, ιδίως στους ανθρώπους που ζουν στις «δύσκολες περιοχές». Αμυντική στάση Σε πρόσφατη δημόσια συζήτηση, σύντροφοι και συντρόφισσες που ζουν στον Κολωνό, τα Πατήσια, την Κυψέλη, άνθρωποι που δίνουν καθημερινά τη μάχη ενάντια στο ρατσισμό και το νεοφασισμό, συμπύκνωναν αυτή την αριστερή αμηχανία στη φράση «πρέπει να δούμε πιο σοβαρά το μεταναστευτικό». Θετικές πρoτάσεις Κατά τη γνώμη μου υπάρχει πράγματι το περιθώριο των θετικών προτάσεων υπό μία αίρεση: ότι το σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα θέτει ζητήματα που η απάντησή τους βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες μιας ορθολογικής πολιτικής διαχείρισης. Θέτει ζητήματα πρωτίστως πολιτικά και αξιακά. Από την πλευρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του αντιρατσιστικού κινήματος έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς δεκάδες θετικές προτάσεις. Για τη νομιμοποίηση των παράνομων μεταναστών που ζουν στη χώρα, για την επάνοδο στη νομιμότητα όσων εξέπεσαν από αυτή λόγω έλλειψης ενσήμων ή ανεπαρκούς εισοδήματος, για την απόδοση ιθαγένειας στα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα, και πολλές άλλες. Προτάσεις σωστές, ρεαλιστικές και δίκαιες, που κάποιες από αυτές σε κάποια μορφή έγιναν δεκτές και από την πολιτική εξουσία. Δύο επιλογές Η κατάσταση όμως που υπάρχει στον Έβρο σήμερα -στα θαλάσσια σύνορα του Αιγαίου έως χθες- δεν είναι δυνατό να απαντηθεί με τον ίδιο τρόπο. Αποτυπώνει μία όχι συνηθισμένη, μία «έκτακτη» ανθρωπιστική κρίση, που -αν και έκτακτη- είναι όμως μια κρίση διαρκείας και έχει όνομα: είναι η εξαθλίωση των ανθρώπων των (εμπόλεμων και μη) περιοχών της Ασίας, της Βόρειας και Κεντρικής Αφρικής, δηλαδή του «Τρίτου Κόσμου» με μη πολιτικά ορθούς όρους. Η κρίση αυτή πράγματι δεν είναι διαχειρίσιμη με τεχνοκρατικούς όρους. Κατά μίαν έννοια αποτελεί μια άτυπη εξέγερση των ανθρώπων των χωρών αυτών που διεκδικούν και αυτοί το μερίδιο της ευημερίας που τους ανήκει και τους έχει αποστερηθεί. Μην έχοντας τη δυνατότητα να καταλάβουν τα αεροπλάνα προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως στο λογοτεχνικό παράδειγμα, ακολουθούν τον πιο εφικτό αλλά και ριψοκίνδυνο – δρόμο του περάσματος των συνόρων της Ευρώπης από τα ελληνικά σύνορα. Απέναντι στην κίνηση αυτή, δυστυχώς οι πολιτικές επιλογές περιορίζονται σε δύο: είτε να αναγνωρίσει κανείς ότι αυτή η μαζική ανθρώπινη μετακίνηση είναι μια απεγνωσμένη και γι΄ αυτό δίκαιη προσπάθεια διεκδίκησης μιας καλύτερης ζωής, και επομένως να προτάξει την αλληλεγγύη, είτε να σκεφτεί με όρους εθνικού συμφέροντος, δηλαδή με όρους σφραγίσματος των συνόρων, όπως μας προτείνουν πολλοί και διάφοροι αυτές τις ημέρες. Αυτό όμως αναγκαστικά συνεπάγεται αποκλεισμό, απελάσεις, άρνηση πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου για τους πρόσφυγες, frontex, πνιγμούς στο Αιγαίο και τον Έβρο, τελικά ένα πραγματικό ή συμβολικό τείχος προς τον «Τρίτο Κόσμο». Η πρώτη επιλογή είναι προφανώς ευρέως αντιδημοφιλής, αλλά προσωπικά δεν βλέπω καμία άλλη που να διασώζει τον πυρήνα των αριστερών αξιών, που είναι η δικαιοσύνη, η ισότητα και η αλληλεγγύη. Δεν νομίζω επίσης, ότι είναι δυνατή μια κάποιου τύπου τεχνοκρατική διαχείριση του ζητήματος αυτού με «ανθρώπινο πρόσωπο», εφ΄ όσον παρακάμπτεται το κεντρικό ζήτημα που είναι η εξαθλίωση των κοινωνιών που παράγουν μαζικά την ανάγκη της μετανάστευσης από τον ιμπεριαλισμό, τη νεοαποικιοκρατία, τις εμφύλιες συρράξεις. Λυπάμαι, αλλά εδώ δεν υπάρχουν θετικές προτάσεις. *** Η κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας είναι πράγματι δύσκολη καθώς καθημερινά προστίθενται σε αυτό δεκάδες άνθρωποι που αντιμετωπίζουν άμεσα βιοτικά προβλήματα στέγης και τροφής, πράγμα που οδηγεί πολλούς από αυτούς στην εξάρτηση από ουσίες και στην εξαθλίωση. Οι εικόνες εξαθλίωσης δεν είναι ωστόσο μονόδρομος. Αν τα τρία τελευταία χρόνια στα ελληνοτουρικά σύνορα (χερσαία και θαλάσσια) συλλαμβάνονται περίπου 40.000 άνθρωποι κάθε χρόνο, ας μη μας διαφεύγει ότι αντίστοιχοι είναι και οι αριθμοί στην ελληνοαλβανική μεθόριο (30.000 συλλήψεις το 2009). Και αν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες από το Πακιστάν, το Ιράκ και την Αφρική είναι ορατοί στην Αθήνα γιατί γυρίζουν στους δρόμους χωρίς φαγητό και δουλειά, είναι άξιο προβληματισμού γιατί ο ίδιος σχεδόν αριθμός των παράνομων αλβανών μεταναστών είναι «αόρατος». Αυτό προφανώς συμβαίνει -απαντώ εγώ- γιατί οι αλβανοί μετανάστες λύνουν τα βασικά ζητήματα (στέγης και τροφής) και εντάσσονται ομαλότερα στην κοινωνική ζωή συνδεόμενοι με ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων (συγγενείς και συντοπίτες) μιας εθνικής ομάδας που η προσαρμογή της πλέον στην ελληνική κοινωνία και οικονομία έχει συντελεστεί σε υψηλό βαθμό. Το ζήτημα επομένως δεν είναι αριθμητικό. Όταν από πολλές πλευρές ακούγεται -και καλόπιστα- ότι «η Ελλάδα δεν χωράει άλλους ξένους», είναι καλό να σκεφτόμαστε ότι εκείνο που πράγματι δεν «χωράει» είναι η διαβίωση ανθρώπων υπό συνθήκες εξευτελισμού, εξαθλίωσης και εξάρτησης από ουσίες. Αντιθέτως μια χαρά χωράνε στα χωριά και τις κωμοπόλεις της περιφέρειας οι μετανάστες από την Αλβανία, τη Βουλγαρία οι οποίοι σε ένα βαθμό ξαναέδωσαν ζωή σε τόπους που οι άνθρωποι και η πολιτεία είχαν εγκαταλείψει. Ας θυμηθούμε ότι και γι΄αυτούς η επίσημη ρητορεία στη δεκαετία του 1990 ήταν ότι «δεν χωράνε άλλοι». Η κρίση στο κέντρο της Αθήνας είναι μία πλευρά ενός παγκόσμιου προβλήματος. Η αντιμετώπιση αυτής της ανθρωπιστικής κρίσης σημαίνει την κινητοποίηση ενός μηχανισμού (όχι μόνο ελληνικού) για την πολύπλευρη στήριξη των ανθρώπων αυτών. Μόνο μια τέτοια λύση -έκτακτη, όπως και η σημερινή κρίση- μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση σε σχέση με τα ζητήματα εγκληματικότητας, εξάρτησης από ουσίες και υγιεινής που υπάρχουν. Η πιο ουσιαστική βέβαια αντιμετώπιση του ζητήματος είναι η εξάλειψη των αιτίων που γεννούν τη φτώχεια και την εξαθλίωση στις χώρες προέλευσης των μεταναστών, αν και νομίζω ότι πάντοτε στην ανθρώπινη ιστορία κάποιοι θα μεταναστεύουν και αυτό θα συνεχιστεί υπό κάθε συνθήκη. Σίγουρα κι αυτό δεν είναι μια θετική πρόταση, αλλά έχω την εντύπωση ότι -πέραν των άλλων- είναι και περισσότερο ρεαλιστική από τα τείχη που ετοιμάζουν οι εγχώριοι κήρυκες του ρεαλισμού οι οποίοι νομίζουν ότι μπορούν να σταματήσουν ανθρώπους σε απόγνωση με μάντρες και συνοριοφύλακες. Πηγή: Η εποχή |