Σε ποια οφέλη οδηγεί, τελικά, η νομιμοποίηση των μεταναστών;

Της Liliana Saliaj

Επειδή γίνονται πολλές συζητήσεις γύρω από το κατά πόσο είναι εφικτή μια διαδικασία νομιμοποίησης σε αυτή τη συγκυρία και κατά πόσο μπορεί η Ελλάδα να σηκώσει το βάρος της μετανάστευσης, ή κατά πόσο χωράει τους μετανάστες, θα ήθελα να καταθέσω τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τα επιχειρήματά μου.

Πιστεύω ότι μια καινούργια διαδικασία νομιμοποίησης όχι μόνο είναι εφικτή αλλά και χρήσιμη και με πολλά οφέλη, πρωτίστως για την κοινωνία και τη χώρα, αν με ψυχραιμία απαντήσουμε στα διλήμματα που βάζει η κυβέρνηση και η άκρα δεξιά.


Για τη μαύρη εργασία

Για να καταπολεμήσεις τη μαύρη εργασία, τι καλύτερο από μια διαδικασία νομιμοποίησης, που θα δίνει πρόσβαση στη νόμιμη εργασία, είτε μερικής είτε πλήρους απασχόλησης; Η νόμιμη εργασία των μεταναστών θα συμβάλλει στα ασφαλιστικά ταμεία, στις συντάξεις, στην κοινωνική πρόνοια, παρέχοντας λύση σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα. Αυτή η συμβολή των μεταναστών, μέσα από τη σκληρή εργασία, αλλά σε μερικές περιπτώσεις και με τίμημα την ίδια τους τη ζωή, είναι τεκμηριωμένη και αναμφισβήτητη.

Τι χειρότερο για τη χώρα από το να εγκαταλείπει τόσο μεγάλο, νέο εργατικό δυναμικό σε καθεστώς παρανομίας; Σε τι ωφελεί αυτό, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι διεξάγει πόλεμο κατά της αδήλωτης, παράνομης εργασίας, κατά της εισφοροδιαφυγής, κατά της φοροδιαφυγής; Το κράτος είναι το ίδιο που αφαιρεί το δικαίωμα στη νόμιμη εργασία από τους μετανάστες με το να τους κρατάει σε καθεστώς παρανομίας, εκθέτοντάς τους στην εκμετάλλευση από εκείνους, που παρέχοντας για αντάλλαγμα ένα ξερό μεροκάματο και καμία ασφαλιστική κάλυψη, κερδίζουν εις βάρος και των μεταναστών και του κοινωνικού συνόλου.


Για το «δε χωράει άλλο η Ελλάδα» (;)

Ο προβληματισμός ότι «δε χωράει άλλο η Ελλάδα» είναι ένα συχνό επιχείρημα, στη βάση ότι υπάρχει ήδη πολύ μεγάλη ανεργία και άρα τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι εδώ; Ας αναλύσουμε το ζήτημα λίγο βαθύτερα.

Από τη μία, οι μετανάστες κάνουν δουλειές που ακόμα δεν προτιμούν να κάνουν οι ντόπιοι. Δεν ανταγωνίζονται τους ανέργους που στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι νέοι επιστήμονες και οι οποίοι διεκδικούν εξειδικευμένη δουλειά. Ούτε ευθύνονται για τα εργοστάσια που κλείνουν, ούτε για τις κενές οργανικές θέσεις στα σχολεία, τα νοσοκομεία, τις δημόσιες υπηρεσίες. Αντίθετα, η συμμετοχή τους συμβάλει στην ανάπτυξη θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας.

Από την άλλη, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι μετανάστες θέλουν να φύγουν σε άλλη χώρα, ενώ με το καθεστώς της παρανομίας στην πραγματικότητα εγκλωβίζονται εδώ. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και ο κανονισμός «Δουβλίνο ΙΙ». Η κατάργησή του δεν είναι απλώς ένα αίτημα. Η τροποποίησή του είναι ήδη σε εξέλιξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά μετά από απόφαση ευρωπαϊκού δικαστηρίου που καταδίκασε την Ελλάδα, για παραβίαση των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο, γιατί δεν τους παρέχει ανθρώπινη και αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτό από μόνο του θα δώσει σε μεγάλο βαθμό λύση στο πρόβλημα.

Επίσης, η έκδοση άδειας παραμονής δίνει τη δυνατότητα να επισκεφτούν τη χώρα καταγωγής τους και τις οικογένειές τους άνθρωποι που είναι εγκλωβισμένοι εδώ για πολλά χρόνια και εν τέλει να αποφασίσουν τι είναι καλύτερο για αυτούς, να μείνουν εκεί και να χτίσουν το μέλλον τους ή να είναι χωρίς δουλειά στους δρόμους της Ελλάδας και της Ευρώπης;

Στην Ιταλία έχει εφαρμοστεί το μέτρο να δίνεται δυνατότητα εξόδου των μεταναστών στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας για διάστημα δύο χρόνων.

Την ίδια στιγμή, από την Ελλάδα έχει ήδη επιστρέψει στις χώρες καταγωγής τους σημαντική μερίδα μεταναστών που ήταν χρόνια εδώ και έμειναν χωρίς δουλειά.

Επιπλέον η Ελλάδα αφαιρεί το δικαίωμα να δώσει σε νόμιμους παλιούς μετανάστες την άδεια «Επί μακρόν διαμένοντος – Ε.Κ.», που είχε ήδη αργήσει να εφαρμόσει σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., όταν άρχισε το 2005 και μετά από καταγγελίες. Οι προϋποθέσεις που θέτει η ελληνική κυβέρνηση, ένσημα, εισόδημα, γνώση της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας (αλήθεια σε τι ωφελεί αυτό σε μια κάρτα που είναι ευρωπαϊκής εμβέλειας!!!), σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και χωρίς να υπάρχουν στοιχειώδεις υποδομές για να την απόκτηση αυτής της γνώσης, έχουν οδηγήσει στο ότι αυτή την άδεια την έχουν αποκτήσει μόλις 150 μετανάστες(!)

Για την αύξηση της εγκληματικότητας

Αν το κράτος θέλει πραγματικά να χτυπήσει την εγκληματικότητα, τι πιο αποτελεσματικό από το να εφαρμόσει μια νέα διαδικασία νομιμοποίησης των μεταναστών.

Στην πραγματικότητα όταν αφήνεις τους ανθρώπους στην παρανομία ευνοείς την εγκληματικότητα, τη δημιουργία της κατάστασης της Ομόνοιας, του Αγ. Παντελεήμονα κτλ. Αφήνεις τους ανθρώπους εκτεθειμένους στην καταστολή της αστυνομίας, σε επιθέσεις ακροδεξιών στοιχείων, στην εκμετάλλευση από κάθε είδους εγκληματικά κυκλώματα, είτε ντόπια είτε από τις χώρες τους. Τους οδηγείς στην απόλυτη εξαθλίωση – δεν μπορούν ούτε να φύγουν, ούτε να μείνουν, ούτε να βρουν στέγη, δουλειά, τροφή και νερό. Πώς θα ζήσουν, πώς θα επιβιώσουν; Το κράτος πάει τόσο μακριά που τελικά αμφισβητεί το ίδιο το δικαίωμα αυτών των ανθρώπων στη ζωή.

Εν τέλει, ποιοι έχουν συμφέρον από το να συντηρείται αυτή η κατάσταση; Μήπως έτσι η όποια κυβέρνηση εξασφαλίζει ένα εργαλείο που θα μπορεί να χρησιμοποιήσει όταν χρειαστεί για να αποπροσανατολίσει τον κόσμο από τα τις βαθύτερες κοινωνικές αιτίες και τα κοινωνικά προβλήματα; Μήπως χτυπώντας τους μετανάστες ικανοποιεί την άκρα δεξιά, η ενίσχυση της οποίας οφείλεται στη όξυνση τέτοιων καταστάσεων, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση συμμάχων σε όποιο αντικοινωνικό μέτρο θέλει να περάσει;

Για την ασφάλεια της κοινωνίας

Ισχυρίζονται ότι οι λαθρομετανάστες αποτελούν κίνδυνο για τη ασφάλεια της ελληνικής κοινωνίας. Ας το δεχτούμε. Δεν είναι καλύτερο για την ίδια την ασφάλεια της κοινωνίας να κάνει το κράτος τη νομιμοποίηση, να ξέρει πόσοι, ποιοί και πού είναι; Αυτό έγινε στην Ισπανία το 2005 με πρόσχημα την ασφάλεια της Ισπανικής κοινωνίας. Τότε η Ισπανική κυβέρνηση έκανε ουσιαστική νομιμοποίηση με μια απλή υπεύθυνη δήλωση – όνομα, επίθετο, διεύθυνση κατοικίας. Νομιμοποίησε όσους μετανάστες υπήρχαν εκεί, και ακόμα συνεχίζει με μια πιο ανεκτική, φιλομεταναστευτική πολιτική, σε αντίθεση με τη δήθεν διαδικασία νομιμοποίησης στην Ελλάδα το 2005 που στην πραγματικότητα, θέτοντας χίλια δύο εμπόδια και προϋποθέσεις, οδήγησε στην απονομιμοποίηση.

Ανάπηρες λύσεις

Οι φράκτες, τα ναρκοπέδια, οι ατέλειωτες περιπολίες της FRONTEX και της ελληνικής συνοριοφυλακής δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα. Αντίθετα, όχι μόνο το επιδεινώνουν, αλλά δημιουργούν καταστάσεις ανθρωπιστικής κρίσης με εγκλήματα κατά ζωής που συστηματικά διαπράττουν. Αλλά ας το δούμε σκληρά από ωφελιμιστική σκοπιά και μόνο. Δεν έχει απαντήσει κανείς στο ερώτημα πόσο κοστίζουν τελικά όλα αυτά. Μήπως αντίθετα χώροι υποδοχής και υποδομές στήριξης κόστιζαν λιγότερο;

Ας πάρουμε το παράδειγμα εμάς των Αλβανών μεταναστών. Τι αποδείχτηκε καλύτερο; Μία ρατσιστική αντιμετώπιση και καταστολή από την αστυνομία με ένα εκατομμύριο απελάσεις που κόστισαν πανάκριβα, με πρόσχημα ότι αποτελούσαμε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, ή μήπως η νομιμοποίηση και η ένταξη στην κοινωνία, με όλα τα οφέλη που είχε;

Οι πιέσεις που έχει δεχτεί η κυβέρνηση από τις απανωτές απεργίες πείνας προσφύγων για άσυλο και μεταναστών για άδεια παραμονής δεν της επιτρέπουν άλλο να κρύβει τα προβλήματα είκοσι ετών κάτω από το χαλί. Αντί να ασχοληθεί με μια σοβαρή μεταναστευτική πολιτική, ακόμα και τώρα διατηρεί αδιάλλακτη στάση, παρόλο που η ζωή των απεργών διατρέχει μεγάλο κίνδυνο – αν όχι άμεσα, σίγουρα μακροπρόθεσμα, λόγω μόνιμων βλαβών σε ζωτικά όργανα, σαν αποτέλεσμα της σκληρής απεργίας που επέλεξαν για να ακουστούν. Προτείνει «λύσεις» σαν το «καθεστώς ανοχής», συγχέει σκόπιμα την κατάσταση των απεργών πείνας, η οποία είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα προβλημάτων που δημιούργησαν οι ίδιες οι κυβερνήσεις, με το πρόβλημα της μεγάλης ροής προσφύγων από αραβικές χώρες, λόγω των εξεγέρσεων, το οποίο η Ελλάδα μαζί με την Ε.Ε. και τον Ο.Η.Ε. πρέπει να αντιμετωπίσουν από κοινού, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και με βάση το διεθνές δίκαιο. Είναι και αυτοί άνθρωποι όπως και οι Έλληνες, οι Κινέζοι κ.ά. Από την άλλη, αντί να επιχειρείται αποσύνδεση της άδειας παραμονής από τα ένσημα δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν μείωσης του απαιτούμενου αριθμού. Οδηγεί σε άλλη παγίδα: ότι δήθεν δίνει στους μετανάστες τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα ένσημα καταγγέλλοντας τους εργοδότες και η άδεια παραμονής θα εξαρτηθεί από την απόφαση δικαστηρίου!!!

Ας μην αναφερθούμε στα ίσα κοινωνικά, εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς μόνο το συμφέρον και τα οφέλη της ίδιας της κοινωνίας από μια διαδικασία ουσιαστικής νομιμοποίησης.

Λιλιάνα Σαλίαϊ

Μετανάστρια στο πλευρό των 300 απεργών πείνας

http://www.aformi.gr/2011/03/%CF%83%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B1-%CE%BF%CF%86%CE%AD%CE%BB%CE%B7-%CE%BF%CE%B4%CE%B7%CE%B3%CE%B5%CE%AF-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%B7-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CF%80%CE%BF/

Η ήπειρος που πεθαίνει και το “μεταναστευτικό”

Οι πληθυσμιακές προβλέψεις της Eurostat το 2006 προβλέπουν μείωση πληθυσμού έως το 2050 σε 13 από τις τωρινές χώρες-μέλη της ΕΕ, περιλαμβανομένων σημαντικών δυτικών κρατών όπως η Γερμανία και η Ιταλία. Στην πραγματικότα, κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, το μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσει στο μονοπάτι των ανατολικο-ευρωπαϊκών χωρών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου — η εκδίκηση του Μπρέζνιεφ. Δεν υπάρχει εγγύηση ότι η μείωση θα αναστραφεί.
Ο φόβος της αύξησης πληθυσμού ήταν η πολιτιστική νόρμα στη Δύση έως την δεκαετία του 1990. Αλλά οι λαοφιλείς εικόνες ενός αναπόφευκτα πολυπληθούς μέλλοντος έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Μελέτες για τον πληθυσμό του μέλλοντος, όπως το Πρόγραμμα Παγκόσμιου Πληθυσμού IIASA, εισήγαγαν την ιδέα της πτώσης του παγκόσμιου πληθυσμού στα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη. Το σενάριο “χαμηλής γεννητικότητας-υψηλής θνησιμότητας” έδωσε μια πρόβλεψη για τον παγκόσμιο πληθυσμό το 2100 μόνο 3.397 εκατομμυρίων — ένα τρίτο μικρότερο από τον σημερινό. Φυσικά υπάρχουν αβεβαιότητες στις προβλέψεις πληθυσμού. Στην αναθεώρηση των Προοπτικών Παγκόσμιου Πληθυσμού του 2006, υπάρχει διαφορά 4 δισεκατομμυρίων μεταξύ του σεναρίου χαμηλής γεννητικότητας και αυτού σταθερής γεννητικότητας. Στα σενάρια της ESA, υπάρχει χάσμα 34 δισεκατομμυρίων ανθρώπων ανάμεσα στο χαμηλότερο και το ψηλότερο σενάριο για το 2300. Όσο πιο μακριά στο μέλλον προσπαθούμε να προβλέψουμε, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αβεβαιότητες και τα περιθώρια λάθους — και οι δημογράφοι εξακολουθούν να προειδοποιούν για την τεράστια αύξηση πληθυσμού στα επόμενα 50 χρόνια (Βλ. Παγκόσμιος πληθυσμός: Κύριες τάσεις).
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι το ρεαλιστικό σενάριο είναι η μακροχρόνια μείωση. Ίσως θυμάστε τις τέσσερις φάσεις της δημογραφικής μετάβασης από την σχολική γεωγραφία. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας, τα ποσοστά  γεννήσεων και θανάτων ήταν υψηλά, γύρω στα 40/1.000. Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε, αλλά αργά και ασταθώς. Αυτή ήταν η πρώτη φάση. Τους τελευταίους τρεις αιώνες, και αρχικά στην Ευρώπη, έπεσαν δραστικά τα ποσοστά θανάτων. Στην αρχή, τα ποσοστά γεννήσεων παρέμειναν υψηλά και ο πληθυσμός αυξήθηκε. Αυτή ήταν η δεύτερη φάση. Με την αυξανόμενη πρόνοια, άρχισαν να πέφτουν επίσης και τα ποσοστά γεννήσεων, και η αύξηση πληθυσμού επιβραδύνθηκε: η τρίτη φάση. Τέλος, σύμφωνα με την βασική θεωρία, τα ποσοστά γεννήσεων και θανάτων θα σταθεροποιούνταν περίπου στο 10 ανά 1.000. Η διαδικασία πήρε 250 με 300 χρόνια στην Ευρώπη, αλλά ορισμένες περιοχές στην Αφρική και την Ασία μπήκαν στην δεύτερη φάση μόλις πριν από μία γενιά.
Τελειώνει όμως εδώ η ιστορία; Τι γίνεται αν τα ποσοστά γεννήσεων πέσουν μόνιμα κάτω από τα ποσοστά θανάτων; Φαίνεται πως οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες εισήλθαν σε μια πέμπτη φάση της δημογραφικής μετάβασης — και δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτό θα αναστραφεί ποτέ. Η φάση αυτή παρακμής περιλαμβάνεται πλέον σε κάποιες εκδοχές θεωρίας της δημογραφικής μετάβασης. Για τις χώρες της ΕΕ, η μελέτη της Eurostat προέβλεψε ποσοστό γεννητικότητας σταθερό στα 1.95. Το ποσοστό γεννητικότητας είναι, περίπου, ο αριθμός παιδιών ανά γυναίκα. Για έναν σταθερό πληθυσμό είναι απαραίτητο ένα ποσοστό 2.1. Ένα ποσοστό 1.95 στις χώρες της ΕΕ θα παρέμενε μόνιμα κάτω από το επίπεδο της αντικατάστασης [θανάτων από γεννήσεις]– και αυτό είναι το σενάριο που βασίζεται σε αισιόδοξες προβλέψεις γεννητικότητας.
Οι περισσότερες χώρες δεν έχουν μπει ακόμη σε μια πέμπτη φάση. Όμως οι προβλέψεις της Eurostat δείχνουν κάποιες σταθερές τάσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι πλούσιες χώρες, η μία μετά την άλλη, αρχίζουν να παρακμάζουν πληθυσμιακά. Και η χαμηλή γεννητικότητα δεν είναι πλέον μόνο ευρωπαϊκή, ούτε περιορίζεται πια στις πλούσεις βιομηχανικές χώρες. Σύμφωνα με τις Προοπτικές Παγκόσμιου Πληθυσμού (αναθεώρηση 2006), και οι 45 αναπτυγμένες χώρες έχουν ποσοστά γεννητικότητας κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης, αλλά τέτοια έχουν επίσης και 28 αναπτυσσόμενες χώρες. Όλες μαζί αποτελούν το 44% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η γεννητικότητα κάτω από τα επίπεδα αντικατάστασης επηρεάζει πλέον χώρες όπως η Αρμενία, η Κύπρος, η Γεωργία, το Καζακστάν, η Σρι Λάνκα και η Ταϊλάνδη.
Δεν μπορούμε πια να λέμε απλώς ότι το τέλος της δημογραφικής μετάβασης είναι ένας σταθερός πληθυσμός. Ίσως ένας πληθυσμός που μειώνεται να είναι “φυσιολογικός” — όπως κάποτε θεωρούνταν “φυσιολογική” η αύξηση. Ίσως η μείωση πληθυσμού να είναι χαρακτηριστική κάθε πλανήτη με προχωρημένη τεχνολογία.
[…]
Μια μαύρη Ευρώπη;
Ένα πράγμα φαίνεται βέβαιο: Η σημασία της Ευρώπης έχει λάβει τέλος. Παρά τις διαφορές στις μακροπρόθεσμες προβλέψεις, όλα τα σενάρια της IIASA και της Eurostat δείχνουν σχετική παρακμή στο μερίδιο που έχει η Ευρώπη στον παγκόσμιο πληθυσμό. Το 1950, περίπου 12% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε στις χώρες που σήμερα απαρτίζουν την ΕΕ. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2050, το ποσοστό αυτό θα έχει κατέβει μόλις στο 4%. Το μερίδιο που προβλέπει η IIASA για όλη την Ευρώπη το 2050 είναι από 7-8%. Στην πρόβλεψη της ESA το 2004, το μερίδιο που προβλέπει το κατά προσέγγιση μέσο σενάριο για το 2300 είναι 7%.
Το σενάριο που βασίζεται στην υπόθεση σταθερής γεννητικότητας είναι πολύ πιο ακραίο: Η γεννητικότητα μένει στα σημερινά επίπεδα σύμφωνα με αυτό το σενάριο, κάτι το οποίο οδηγεί σε απίστευτα υψηλούς αριθμούς για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Για τον ευρωπαϊκό όμως πληθυσμό οδηγεί αντίθετα, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, σε εκπληκτικά χαμηλά ποσοστά. Ο πληθυσμός της ΕΕ θα έπεφτε μόλις στα 59 εκατομμύρια έως το 2.300. Οι μισές περίπου από τις ευρωπαϊκές χώρες θα έχαναν 95% ή παραπάνω του πληθυσμού τους, και χώρες όπως η Ρωσία και η Ιταλία θα έμεναν με περίπου 1% του πληθυσμού που έχουν τώρα. Αν και κάποιος μπορεί να φανταστεί την δυνατότητα η γεννητικότητα να αυξηθεί σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, οι συνέπειες φαίνονται αρκετά γκροτέσκες ώστε να κάνουν κάτι τέτοιο να μοιάζει μάλλον απίθανο.
Πρόκειται για μια παράλογη αντίφαση:  τα αντιμεταναστευτικά κόμματα παραπονιούνται για τις ατέρμονες ορδές μεταναστών και για ασφυκτικά γεμάτες πόλεις. Και όμως, οι υπολογισμοί των Ηνωμένων Εθνών για το Ποσοστό Παγκόσμιου Πληθυσμού ανά Περιοχή δείχνουν ότι η κλίμακα σχετικής πληθυσμιακής παρακμής είναι τεράστια. Τόσο μεγάλη, που εκατοντάδες εκατομμύρια μεταναστών θα χρειαζόντουσαν για να αποκαταστήσουν το ποσοστό [των κατοίκων της Ευρώπης] επί του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πιο πρόσφατη Αναφορά των Ηνωμένων Εθνών για την Αντικατάσταση μέσω Μετανάστευσης υπολογίζει το ποσοστό μετανάστευσης που χρειάζεται για να αποκατασταθεί η ηλικιακή ισορροπία. Ο συνοπτικός πίνακας για την ΕΕ περιλαμβάνει ένα σενάριο με σταθερή αναλογία ανάμεσα στην ομάδα ηλικιών από 15-64 και την ομάδα άνω των 65.  Από το 1995 έως το 2050, θα χρειαστούν 700 εκατομμύρια μετανάστες. Το σενάριο αυτό περιλαμβάνει την αύξηση πληθυσμού στην Ευρώπη — στην πραγματικότητα μεταθέτει την αφρικανική και ασιατική αύξηση στην Ευρώπη. Η μετανάστευση που είναι αναγκαία για να διατηρηθεί ο πληθυσμός χωρών στην ΕΕ είναι μικρότερη, αλλά θα εξακολουθούσε να τρομοκρατεί τα αντιμεταναστευτικά κόμματα: 47 εκατομμύρια μετανάστες. Και οι τρεις στόχοι (η διατήρηση του μεριδίου επί του παγκόσμιου πληθυσμού, η διατήρηση της ηλικιακής ισορροπίας και η διατήρηση του πληθυσμού), προαπαιτούν τεράστιους αριθμούς μεταναστών.
Αν, το 2300, η Ευρώπη παραμείνει σημαντική ήπειρος, θα είναι σχεδόν βέβαια μια μαύρη ήπειρος. Η μελλοντική πολιτική για την μετανάστευση μπορεί να φαντάζει παράλογη με τα κριτήρια του σήμερα. Θα αντικατασταθεί η συνοριακή αστυνομία με διαφημίσεις που θα λένε “ελάτε εδώ”; Σε ένα ποσοστό, αυτό έχει ήδη συμβεί:  στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να ανταγωνίζονται για εξειδικευμένους μετανάστες, αρχής γενομένης από τον κλάδο της Τεχνολογίας Πληροφορικών Συστημάτων. Ο ανταγωνισμός αυτός  είναι πιθανόν να συνεχιστεί όταν ανακάμψει η οικονομία. Ίσως στο μέλλον οι διακομιστές μεταναστών να αντικατασταθούν από απαγωγείς μεταναστών. Οι επιδρομές για δούλους ήταν κάποτε βασικός τρόπος εύρεσης εργατικού δυναμικού για την χαμηλής αποδοτικότητας γεωργία.
[…]

Δεν είναι αδύνατο να έχουμε κάποια νέα μορφή “επιδρομών για την εξασφάλιση πληθυσμού”, αν και θα είναι πιο εκλεπτυσμένη. Προς το παρόν, οι ψηφοφόροι στις πλούσιες χώρες βλέπουν τους μετανάστες ως απειλή. Η στάση αυτή προϋποθέτει ότι υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα μεταναστών, για παράδειγμα στην Αφρική. Αλλά σε 25 ή 30 χρόνια, εάν οι πλούσιες χώρες αποφασίσουν ότι χρειάζονται εκατομμύρια μεταναστών, μπορεί απλώς να μην τους βρίσκουν. Αν τα αφρικανικά επίπεδα διαβίωσης βελτιωθούν και μειωθεί η γεννητικότητα, οι Αφρικανοί μπορεί να μην είναι ενθουσιώδεις στην ιδέα της μετανάστευσης. Στην πραγματικότητα, είναι ήδη αργά για να υιοθετηθεί μια στρατηγική “μαζικής μετανάστευσης.” Η μαζική μετανάστευση μπορεί να είναι ιστορικά εφήμερο φαινόμενο. Η μετανάστευση από κράτος σε κράτος μειώνεται αναμφίβολα αν ιδωθεί ως ποσοστό επί όλων των ειδών ταξιδίου. Η κυκλοφορία διεθνών επιβατών έχει αυξηθεί σε τεράστιο βαθμό από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εάν αυξανόταν με τα ίδια ποσοστά η μετανάστευση, σχεδόν όλοι μας θα ήμασταν μετανάστες. Οι τεχνολογικές αλλαγές είναι μια ακόμα χρησιμότερη ένδειξη: το 1550, ένα πλοίο που έπλεε από την Ευρώπη στην Ιαπωνία χρειαζόταν ένα χρόνο για να φτάσει, και το ένα τρίτο του πληρώματος πέθαινε σε ένα τυπικό ταξίδι μετ’ επιστροφής. Σήμερα είναι εφικτό να μεταφέρεις αεροπορικά ολόκληρο τον πληθυσμό της Ιαπωνίας στην Ευρώπη σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα από έναν χρόνο. Αλλά η μετανάστευση δεν αυξήθηκε ανάλογα. Η τάση φαίνεται να είναι ένας κόσμος με πολλές μετακινήσεις, αλλά και με μόνιμη κατοικία στην χώρα γέννησης. Και έτσι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να ανοίξει τις πύλες και να περιμένει τους μετανάστες να έρθουν.

http://radicaldesire.blogspot.com/2011/03/blog-post_1745.html

Η αφήγηση 6 μεταναστών εργατών απεργών πείνας

Νορντίν

26 χρονών, 3 χρόνια μετανάστης

 

«Όποιον από εμάς κι αν ρωτήσεις, κανείς δεν πρόκειται να σου πει τη χώρα καταγωγής του. Σ’ αυτόν τον αγώνμα είμαστε όλοι το ίδιο: μετανάστες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό. Πήγα σχολείο μέχρι τα 17 μου. Στην τελευταία τάξη του λυκείου αποφάσισα να τα παρατήσω. Δεν είχε κανένα νόημα, δεν υπήρχε καμία προοπτική. Το χωριό μου είναι μικρό και τα χώματά του άγονα. Παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας μου και τα πέντε μου αδέρφια πάλευαν μ’ αυτά τα χωράφια νύχτα – μέρα. Ατελείωτες ώρες δουλειάς για λίγα χρήματα. Οι περισσότεροι συγχωριανοί μου τους μισούς μήνες είναι άνεργοι. Αν γεννηθείς φτωχός είσαι πάντα φτωχός. Από τα 20 μου ήθελα να φύγω. Το προετοίμαζα δύο χρόνια. Είχα δει την Ελλάδα στο ίντερνετ. Όμορφη χώρα, θα ζήσω καλά εκεί. Έτσι νόμιζα.

 

Δεν ήθελαν να φύγω· οι αδερφές κι η μάνα μου έκλαιγαν – γάμησέ τα. Η τελευταία βραδιά στο σπίτι… σαν να με έκλαιγαν ζωντανό. Σωστό ήταν – από τότε δεν με ξαναείδαν. Έφυγα μόνο με τα ρούχα που φορούσα. Έφτασα με αεροπλάνο στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στον Έβρο. Πέντε φορές πέρασα τα σύνορα και πέντε φορές με γύρισαν πίσω. Θα προσπαθούσα και 50 αν χρειαζόταν. Είχα πληρώσει 5.000 ευρώ, η οικογένειά μου είχε ξεπαραδιαστεί για να ζήσω στην Ευρώπη. Για μένα δεν υπήρχε πίσω, μόνο μπροστά. Όταν πέρσι πέθανε ο πατέρας μου και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία επειδή δεν είχα χαρτιά, είπα “ώς εδώ”. Αύριο μπορεί να πεθάνει κι η μάνα μου, δεν γίνεται να μη νεκροφιλήσω ούτε κι εκείνη».

 

Αμπντούλ

27 χρονών, 6 χρόνια μετανάστης

 

«Η οικογένειά μου είναι μεγάλη, η μάνα μου γέννησε 9 παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός κι όταν πήρε τη σύνταξή του άνοιξε ένα μικρό μπακάλικο. Η μάνα μου, όπως και οι αδερφές μου, δεν δουλεύουν, μένουν στο σπίτι και φροντίζουν την οικογένεια. Δύο από τα μεγαλύτερα αδέρφια μου είχαν ήδη φύγει για την Ευρώπη πριν από μένα. Τώρα ζουν στην Ιταλία και οι δυο, η αδερφή μου μάλιστα είναι παντρεμένη εκεί· ασφαλώς κι έχουν χαρτιά. Οι γονείς μου ήξεραν πως θα φύγω κι εγώ αργά ή γρήγορα, δεν ξαφνιάστηκαν καθόλου με την απόφασή μου. Τι να έκανα σε ένα χωριουδάκι κοντά στην έρημο, με δέκα μαγαζιά κι εκατό σπίτια; Έτσι σκεφτόμουν τότε, ότι η Ευρώπη θα μου προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Όχι πλούσια, καλύτερη όμως. Έτσι, λοιπόν, μάζεψε χρήματα για το εισιτήριο και τον δουλέμπορο όλη η οικογένειά μου.

 

Έχω όλα τα ένσημα, έχω πληρώσει παράβολα και μου λένε πως η υπόθεσή μου θα εκδικαστεί σε 6 χρόνια. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι μου για να πάρω τσιγάρα να τρέμω μήπως με πιάσουν. Δοκιμάσαμε με όλους τους τρόπους, με δικηγόρους, με πορείες, με διαμαρτυρίες. Τίποτα δεν έγινε. Αυτό είναι το τελευταίο μας χαρτί. Αν δεν τα καταφέρουμε θα γίνουμε σαχίντ (μάρτυρες). Γιατί αυτόν τον αγώνα τον κάνουμε για τα χαρτιά, για την ελευθερία, για την αξιοπρέπεια».

 

Μουσταφά

27 χρονών, 6 χρόνια μετανάστης

 

«Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός. Έχω πέντε αδερφές και τρεις αδερφούς. Το όνειρο μου ήταν να γίνω δικηγόρος. Διάβασα πολύ, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Νομική. Όταν πια έφτασα στο τρίτο έτος της σχολής είχα ακούσει τόσες πολλές φορές από τους δουλέμπορους πόσο καλή είναι η ζωή εδώ, που πια είχα πειστεί να φύγω. Άλλωστε, έβλεπα κι όλους τους συμφοιτητές μου, ακόμα και τους αριστούχους, να μένουν άνεργοι για χρόνια. Η άλλη λύση ήταν να με ταϊζει ο πατέρας μου από τη σύνταξή του. Δεν το ήθελα με τίποτα. Κι έτσι αποφάσισα πως δεν πειράζει αν δεν γίνω επιστήμονας, αρκεί να είμαι αξιοπρεπής. Πήρα 5.000 ευρώ δάνειο από έναν τοκογλύφο για να πληρώσω το ταξίδι. Οι γονείς μου, παρόλο που φοβόντουσαν πολύ για μένα, στο τέλος συμφώνησαν. Νόμιζαν πως εδώ θα ζω εγώ καλά και θα στέλνω και χρήματα στα αδέρφια μου.

 

Χίλιες φορές το σκεφτήκαμε αν πρέπει να κάνουμε απεργία πείνας κι άλλες τόσες σκεφτήκαμε να κάνουμε πίσω. Χίλιες φορές είδαμε και τα προβλήματά μας. Όταν δεν έχεις χαρτιά είσαι αόρατος, ακόμα κι όταν πεθαίνεις».

 

 

Αχμέντ

28 χρονών, 7 χρόνια μετανάστης

 

«Στο χωριό μου ήμουν μαραγκός και το μοναδικό μέλος της οικογένειάς μου που είχε δουλειά. Από τα έξι μου αδέρφια δεν είχε μεροκάματο κανείς. Στη χώρα μου υπάρχει φτώχεια και δικτατορία, οι άνθρωποι λιμοκτονούν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Γυρνούσα τα βράδια σπίτι μου έπειτα από 10-12 ώρες δουλειάς με χρήματα που ίσα έφταναν για να φάμε όλοι. Αν έφταναν. Το σκεφτόμουν καιρό ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να πάω κάπου όπου θα μπορώ να βοηθήσω και τους άλλους να επιβιώσουν. Δεν ήταν δύσκολο να βρω τον δουλέμπορο που θα με έφερνε εδώ· κυκλοφορούν στα χωριά και διαφημίζουν την Ευρώπη. Είχα έναν ξάδερφο που ζούσε 20 χρόνια εδώ, όμως την Ελλάδα δεν την είχα δει ούτε σε φωτογραφία. Μου ζήτησε 3.000 ευρώ. Στους δικούς μου δεν είπα κουβέντα. Απλώς άνοιξα την πόρτα και εξαφανίστηκα ένα πρωί. Ξανάκουσαν τη φωνή μου όταν πια είχα φτάσει στην Ελλάδα. Έμεινα άφωνος όταν αντίκρισα την Αθήνα. Ευρώπη! λέω, έτσι πρέπει να ζουν οι άνθρωποι».

 

 

Χαμίντ

32 χρονών, 3 χρόνια μετανάστης

 

«Είμαι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Έχω να δω τον Γιασίν και τη Χαντίζα τρία χρόνια. Ευτυχώς υπάρχει και το Skype και τα βλέπω να μεγαλώνουν, αλλά δεν θέλω να παίρνω τηλέφωνο συχνά, η γυναίκα μου γκρινιάζει να γυρίσω πίσω. Να πάω πού; Δούλευα εργάτης στα χωράφια κι έπαιρνα 15 ευρώ για 10 ώρες δουλειάς, μπορεί και 12 ώρες. Η ζωή στο χωριό μου δεν ήταν ζωή, ήταν επιβίωση. Ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα μικρό σπίτι: η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέρφια μου, η γυναίκα μου,τα παιδιά μου. Αν είσαι γυναίκα, μένεις σπίτι και κάνεις δουλειές, φροντίζεις τα παιδιά. Αν είσαι άντρας, ξυπνάς, πας στο χωράφι, δουλεύεις, γυρίζεις σπίτι, τρως, κοιμάσαι. Την επομένη πάλι το ίδιο. Το χειρότερο είναι όταν συνειδητοποιείς πως όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα κι ότι τα παιδιά σου θα ζήσουν έτσι ακριβώς κι αυτά. Ο αδερφός μου έφυγε από το 2004 στην Ισπανία. Είναι νόμιμος εκεί, ζει καλά. Και λέω, θα πάω στην Ισπανία κι εγώ. Ο τρόπος ήταν να περάσω στην Ευρώπη από την Ελλάδα. Πήγα στην Πάτρα για να φύγω. Τρεις φορές κρύφτηκα κάτω από το φορτηγό, με έπιασαν και τις τρεις. Τώρα θέλω τα χαρτιά μου για να πάω πίσω στην πατρίδα μου, να δω τα παιδιά μου. Όταν αποφάσισα να φύγω για την Ευρώπη, όλοι μου έλεγαν: “Πού πας; Έχεις παιδιά, θα πνιγείς, θα σε σκοτώσουν στα σύνορα”. Επειδή έχω παιδιά δεν φοβήθηκα ούτε τη θάλασσα ούτα τα όπλα. Επειδή έχω παιδιά δεν φοβάμαι και τώρα».

 

 

Χασάν

30 χρονών, 6 χρόνια μετανάστης

 

«Ο πατέρας μου ήταν ταξιτζής. Έχω τρία αδέρφια. Κανένας άλλος δεν σπούδασε από την οικογένειά μου· όμως εγώ ήθελα τόσο πολύ να πάω στο πανεπιστήμιο. Ήξερα από τότε πως οι πτυχιούχοι δεν βρίσκουν δουλειά, πολύ περισσότερο όσοι σπουδάζουν ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά ήμουν 17 χρονών κι αγαπούσα με πάθος την Ιστορία. Πίστευα πως εγώ θα τα καταφέρω κι όχι μόνο θα περάσω στο πανεπιστήμιο, αλλά στο τέλος θα γίνω και καθηγητής, θα κάνω έρευνα, θα είμαι για πάντα χωμένος στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Στρώθηκα στο διάβασμα και πέρασα στους 10 πρώτους. Δεν έχασα ποτέ μάθημα, δεν έχασα ποτέ εξεταστική. Τελείωσα με άριστα. Μάλιστα, η διατριβή μου εκδόθηκε σε βιβλίο. Κι άρχισα να ψάχνω για μια θέση λέκτορα. Στην αρχή στα πανεπιστήμια της πρωτεύουσας, μετά σε όλα, μέχρι και σε κολέγια. Μετά από δυο χρόνια κατάλαβα πως μου έλειπε το βασικό προσόν: εμένα ο πατέρας μου δεν ήταν πανεπιστημιακός… Εγκατέλειψα το όνειρό μου. Λέω: Χασάν, τώρα πρέπει να επιβιώσεις, δεν είναι καιρός για όνειρα. Άρχισα να ψάχνω για μια οποιαδήποτε δουλειά. Σε μαγαζιά, σε εταιρείες, ακόμα και στο δήμο οδοκαθαριστής θα πήγαινα. Μετά κατάλαβα πως μου έλειπε ένα ακόμα προσόν: δεν είχα κανένα κονέ, δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά, ούτε στην καθαριότητα. Τότε αποφάσισα να φύγω. Ήθελα να έρθω ειδικά στην Ελλάδα: είχα διαβάσει τόσα στο πανεπιστήμιο, είχα δει ντοκιμαντέρ. Δεν το είπα σε κανέναν, το τελευταίο βράδυ που έφαγα με τους δικούς μου φερόμουν σαν να είναι οποιοδήποτε βράδυ.

 

Πέρασα αμέσως τα σύνορα και ήμουν τυχερός και μετά. Δεν έμεινα ποτέ χωρίς δουλειά· προσπαθούσα να έχω πάντα ένσημα, διότι ήθελα να ζήσω και να κάνω οικογένεια εδώ. Ήθελα πολλά παιδιά και μια γυναίκα να αγαπάω. Τώρα; Τώρα, αν δεν γίνει τίποτα, δεν με νοιάζει πια. Για τους δικούς σου, από την ώρα που φεύγεις μετανάστης είσαι ήδη νεκρός, στρώνουν κάθε βράδυ τραπέζι κι εσύ λείπεις. Τους είπα να με κλάψουν 40 μέρες, κι αυτό ήταν. Κι εμείς, αν πεθάνουμε, θα κοιμόμαστε για πάντα ήσυχοι. Όμως, αυτοί που δεν μας δίνουν μια σφραγίδα δεν θα κοιμούνται ήσυχοι ποτέ. Θέλω να πω και μια κουβέντα στους έλληνες φίλους που έκανα: Μπήκατε στην καρδιά μου. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Και σε όλους αυτούς που μας φέρθηκαν άσχημα, μας έφαγαν λεφτά: Σας τα χαρίζω. Σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Αντίο σας».

 

από το άρθρο της Ντίνας Δασκαλοπούλου ( // <![CDATA[// <![CDATA[
var prefix = ‘mailto:’;
var suffix = ”;
var attribs = ”;
var path = ‘hr’ + ‘ef’ + ‘=’;
var addy22124 = ‘dida’ + ‘@’;
addy22124 = addy22124 + ‘enet’ + ‘.’ + ‘gr’;
document.write( ‘‘ );
document.write( addy22124 );
document.write( ” );
// ]]>
dida@enet.gr// <![CDATA[// στο Έψιλον-20.02.11)

http://www.babylonia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3033%3A-afigisi-6-apergwn-peinas-&catid=121%3A300–&lang=el