Οι 300 Προβοκάτορες και η διαιρεμένη δημοκρατία

Η στιγμιαία και οριακή άρση της διαιρεμένης δημοκρατίας κινητοποίησε τους μηχανισμούς του κράτους δικαίου, η άμεση επέμβαση των οποίων αποκατέστησε τη «φυσιολογική» λειτουργία της
Του Λουδοβίκου Κωτσονόπουλου

Οι εποχές είναι πονηρές και τα ανοιχτά σημαινόμενα επικίνδυνα. Σπεύδω λοιπόν να διευκρινίσω ότι ο τίτλος δεν αναφέρεται στο ελληνικό κοινοβούλιο, οι επιτροπές του οποίου με απαράμιλλη επιτυχία προσδιορίζουν το ποιόν των μελών του. Αναφέρεται στους 300 προβοκάτορες της Νομικής. Όχι βέβαια σε αυτούς που περπάτησαν πριν σχεδόν σαράντα χρόνια στο Πολυτεχνείο για να διεκδικήσουν τη Δημοκρατία, αλλά σε αυτούς που μία κρύα νύχτα του Γενάρη μπήκαν μέσα στο πρόσφατα ανακαινισμένο κτίριο για να δοκιμάσουν τα όριά της.

300 μετανάστες στη Νομική λοιπόν. Πώς μπήκαν; Δεν έχει κατά τη γνώμη μου και πολλή σημασία. Σημασία όμως έχει ο τρόπος με τον οποίο σκηνοθετήθηκε το γεγονός στην πολιτική σκηνή, και κυρίως οι συντονισμένες προσπάθειες απο-πολιτικοποίησής του.

Η εισαγωγή γίνεται από τις πρυτανικές αρχές. Οι τελευταίες, αφού ελεεινολογήσουν την τύχη τους για το γεγονός ότι από όλα τα πανεπιστήμια της Αθήνας οι 300 επέλεξαν τη Νομική, σπεύδουν να διευκρινίσουν πως το όλο ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο της μεταναστευτικής πολιτικής που είναι έξω από την αρμοδιότητα τους. Ως εκ τούτου, οι μετανάστες καλούνται να εξέλθουν του κτιρίου και να κοινοποιήσουν αλλού τα προβλήματά τους. Ακολουθεί η κυβέρνηση, που σε μία προσπάθεια να αποδείξει ότι ως γυναίκα του Καίσαρα έχει το μέτωπό της καθαρό, διατυμπανίζει με στόμφο ότι οι μαζικές ελληνοποιήσεις ανήκουν στο ζοφερό παρελθόν και ότι η ίδια δεν υποκύπτει σε εκβιασμούς. Η βασική πλοκή του έργου έχει ήδη υφανθεί και το μόνο που απομένει είναι οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις να κλοτσήσουν το κουβάρι για να αρχίσει η αφήγηση. Το Κ.Κ.Ε., συνεχίζοντας την τεσσαρακονταετή παράδοσή του, καταγγέλλει τους 300 προβοκάτορες, οι οποίοι με τη συνδρομή του σκοτεινού ΣΥΡΙΖΑ απεργάζονται την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου υπό το ευτυχισμένο βλέμμα του παρακράτους. Τα δύο κόμματα της δημοκρατίας-Συμμαχία και Αριστερά- αναπαράγουν με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο την άποψη του ΚΚΕ, καταγγέλλοντας παράλληλα την ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού. Σε αυτό το τελευταίο πλειοδοτούν ΛΑΟΣ και Ν.Δ., συμπληρώνοντας την ανάγκη προστασίας του έθνους από τα στίφη των μεταναστών που περικυκλώνουν την έρημη τούτη χώρα.

Άπαντες διαδραματίσαν τους ρόλους τους θαυμάσια, αυτό που απομένει είναι η αποτύπωση των βασικών στοιχείων του σεναρίου-μετανάστες, άσυλο, ασφάλεια, νομιμότητα-σε μία ενιαία εικόνα προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού. Στο πόνημά του για την προπαγάνδα, ο υπουργός της χούντας Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς  απαριθμούσε τις δέκα βασικές αρχές  του επιτυχημένου προπαγανδιστή. Η πέμπτη αρχή, περί επαγωγής και επικαιρότητος, ανέφερε ότι ορμώμενος από ένα φλέγον ζήτημα, ο προπαγανδιστής, ακολουθώντας τη μέθοδο της επαγωγής, προχωρεί σε ολοένα και γενικότερα συμπεράσματα φτάνοντας μέχρι εκείνο το σημείο που του επιτρέπει η δεκτικότητα του ακροατηρίου του. Το δελτίο του Mega αποδείχτηκε πιστός μαθητής. Εφαρμόζοντας στο ακέραιο την πέμπτη αρχή, φιλοτεχνεί την τελική εικόνα: «250.000 λαθραίοι μετανάστες εκπροσωπούνται από τους 300 της Νομικής και είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους», δηλαδή να εισέλθουν στις κατά τόπους πανεπιστημιακές σχολές και να ξεκινήσουν μαζική απεργία πείνας καταλύοντας έτσι το κράτος και τους νόμους αυτής της χώρας.

Η διαδικασία απο-πολιτικοποίησης του γεγονότος έχει ολοκληρωθεί. Η χρησιμοποίηση του ασύλου ως μέσου για την ανάδειξη ενός πολιτικού προβλήματος, έχει μετατραπεί σε μία υποκινούμενη πράξη απελπισίας παράνομων μεταναστών. Η αποπολιτικοποιημένη εικόνα,όπως είδαμε παραπάνω, βασίζεται στο τρίπτυχο: μετανάστες –  άσυλο – ασφάλεια. Ωστόσο, η ουσιαστική πολιτική εικόνα του γεγονότος βασίζεται σε ένα διαφορετικό τρίπτυχο: άσυλο – δημοκρατία – δικαιώματα. Η πολιτική διάσταση που βρίσκεται πίσω από το περιστατικό της Νομικής, έγκειται στο ότι ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού, (όπως οι μετανάστες, οι άνεργοι, οι συμβασιούχοι κτλ), εντάσσονται σε ένα ειδικό καθεστώς εξαίρεσης  στο πλαίσιο του οποίου τα κατοχυρωμένα δημοκρατικά δικαιώματα καταργούνται. Όσα από αυτά τα κομμάτια δεν έχουν κάποια θεσμικά κατοχυρωμένη κοινωνική εκπροσώπηση, ή τουλάχιστον δεν επιθυμούν να ενταχθούν στις ήδη υπάρχουσες δομές αντιπροσώπευσης, αυτόχρημα δεν αναγνωρίζονται από το κράτος ως  συνομιλητές και συνεπώς ως φορείς συμφερόντων. Η λειτουργία αυτού του ιδιόρρυθμου κρατικού κορπορατισμού οδηγεί σε μία διαιρεμένη δημοκρατία. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η συναινετική δημοκρατία που στηρίζεται στον δημοκρατικό συμβιβασμό των θεσμικά κατοχυρωμένων κοινωνικών συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται ένα συνεχώς διευρυνόμενο συνονθύλευμα πολιτικά αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων, που δεν χαίρουν οιασδήποτε δημοκρατικής αναγνώρισης και υφίστανται συστηματικά την κρατική καταστολή. Η εύρυθμη λειτουργία του σημερινού κράτους δικαίου, την οποία επικαλείται σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, εδράζεται ακριβώς πάνω στην αναπαραγωγή αυτής της διαιρεμένης δημοκρατίας.

Το δημοκρατικό κενό μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι πολιτικά και κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες,  τις οδηγεί σε αναζήτηση δημοκρατικών θυλάκων που βρίσκονται στις παρυφές του πολιτικού συστήματος με σκοπό να επιτύχουν αυτό που τους έχει αποστερηθεί, δηλαδή την ισότιμη πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα. Ένας από αυτούς τους θύλακες είναι και το άσυλο. Παραδοσιακά το άσυλο έχει λειτουργήσει  στην ελληνική κοινωνία ως μία δημοκρατική αντίσταση απέναντι σε καταστάσεις εξαίρεσης  σαν και αυτή που περιγράψαμε παραπάνω. Ωστόσο, η προνομιακή σύνδεσή του με τα χρόνια της δικτατορίας και η συνακόλουθη εργαλειοποίησή του στο πλαίσιο συνδικαλιστικών τακτικών καθ’όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, επισκιάζουν την κοινωνικο-πολιτική λειτουργία του ως θύλακα δημοκρατίας. Και αυτό γιατί στη μεν πρώτη περίπτωση ο ρόλος του ασύλου ως δημοκρατικού όπλου αναγιγνώσκεται σαν απλό ιστορικό γεγονός άρρηκτα συνδεδεμένο με τις συνθήκες της περιόδου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση τονίζεται ο ρόλος του ως ανασταλτικού παράγοντα της εύρυθμης ακαδημαϊκής λειτουργίας.

Τελικά η σύνδεση του ασύλου με τη δημοκρατία στοχεύει ακριβώς στην αποσύνδεση του πρώτου από την τελευταία. Άσυλο σημαίνει, σύμφωνα με την περιρρέουσα αντίληψη, ότι τα μέλη της κλειστής ακαδημαϊκής κοινότητας έχουν μέσα στα ιδρύματά τους την απόλυτη ελευθερία λόγου. Πρόκειται ασφαλώς για μία αμυντική αντίληψη που απαγκιστρώνει το πανεπιστήμιο από τον κοινωνικό του ρόλο. Στην πραγματικότητα το άσυλο αποτελεί το διαβατήριο σε μία δημόσια σφαίρα διαλόγου, η οποία συγκροτείται από ισότιμα  αλληλο-αναγνωρισμένα μέρη και ως εκ τούτου είναι  απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις που επιβάλλει η εκάστοτε κρατική εξουσία. Σε αυτήν ακριβώς την απροϋπόθετη αναγνώριση των συνομιλητών ως ισότιμων φορέων δημοκρατικών δικαιωμάτων έγκειται το νόημα της ακαδημαΪκής ελευθερίας και του ασύλου. Οι 300 μετανάστες δεν εισήλθαν απλά σε ένα πανεπιστημιακό κτίριο. Για τρεις ημέρες έπαψαν να είναι παράνομοι, απέκτησαν δημοκρατική υπόσταση, αναγνωρίστηκαν ως φορείς συμφερόντων και δικαιωμάτων και η φωνή τους εισακούστηκε μέσα στη στρεβλή δημόσια σφαίρα της διαιρεμένης δημοκρατίας. Φυσικά αυτή η στιγμιαία και οριακή άρση της διαιρεμένης δημοκρατίας κινητοποίησε τους μηχανισμούς του κράτους δικαίου, η άμεση επέμβαση των οποίων αποκατέστησε τη «φυσιολογική» λειτουργία της.

Πηγή: Rednotebook