Η σχέση μεταναστών και εργατικού κινήματος ως σχέση αμοιβαίας εξάρτησης

Σήμερα, οι μετανάστες αποτελούν περίπου το 10% της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή, περίπου το 15% των εργαζομένων. Και όμως… όπως φάνηκε και από την υπόθεση της Νομικής, η κοινωνική αυτή ομάδα αμφισβητείται όχι μόνο ως προς το δικαίωμά της να μετέχει στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά ακόμη και ως προς το δικαίωμά της να υπάρχει σ’ αυτήν τη χώρα. Είναι χιλιοειπωμένοι οι τρόποι με τους οποίους οι μετανάστες αποτέλεσαν και αποτελούν οργανικό κομμάτι της ελληνικής (και παγκόσμιας) καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και όμως, υπάρχουν τάσεις τού εργατικού κινήματος που αντιμετωπίζουν με κάποια αμηχανία το μεταναστευτικό ζήτημα. Μάλλον δυσκολεύονται να απεγκλωβιστούν από τις φιλανθρωπικές διαστάσεις του ή/και λαμβάνουν τη σχέση μεταναστών και εργατικού κινήματος ως δεδομένη.

Σ’ αυτό το κείμενο υποστηρίζω ότι η σχέση μεταναστών και εργατικού κινήματος δεν είναι δεδομένη, είναι σχέση διαρκώς υπό διακύβευση, και είναι σχέση πολιτικής αλληλεξάρτησης. Δηλαδή, αν το εργατικό κίνημα θέλει τους μετανάστες μαζί του, ενεργούς, ισότιμους, πρέπει να τους διεκδικήσει. Επιπλέον, υποστηρίζω ότι -εν μέρει δυστυχώς, αλλά και αναπόφευκτα- οι ομάδες αλληλεγγύης (ή/και συνηγορίας, όπως αποκαλούνται ενίοτε)[1] αποτελούν απαραίτητο κρίκο αυτής της πολιτικής συνέχειας. Αυτό, γιατί η κατάσταση ομηρίας στην οποία βρίσκονται οι μετανάστες καθιστά την ικανότητά τους για εκδήλωση αυτο-οργανωμένης διαμαρτυρίας ελλιπή ή, καλύτερα, αδύνατη.

Η θέση ομηρίας των μεταναστών και η σημασία τής νομιμοποίησης[2]
Ας δούμε συνοπτικά τη δομική ιδιαιτερότητα των μεταναστών και τις συνέπειες αυτής. Σήμερα, μια συντριπτικά μεγάλη μερίδα των μεταναστών δεν έχει χαρτιά. Μια επίσης πολύ μεγάλη μερίδα δεν μπορεί να αναθεωρήσει την άδεια παραμονής, γιατί δυσκολεύεται να μαζέψει τα απαιτούμενα ένσημα. Δηλαδή, περισσότερο από μια δεκαετία, βρίσκεται υπό καθεστώς προσωρινής παραμονής. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεδομένης και της οικονομικής ύφεσης, μια τρίτη μεγάλη μερίδα κινδυνεύει στο άμεσο μέλλον να μείνει χωρίς χαρτιά. Η κατάσταση αυτή καθιστά τους μετανάστες ομήρους στα χέρια των κρατικών αρχών και, φυσικά, της εκάστοτε εργοδοσίας. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο παρακάτω απόσπασμα.

«Στα Χανιά δουλεύω στις γυψοσανίδες. Το 2007 ένας κρητικός από το Ηράκλειο μας πήρε για δουλειά. Μας είπε ότι δεν μπορεί να μας πληρώνει με τη μέρα. Θα μας πλήρωνε στο τέλος. Φτιάξαμε 800 τ.μ. Δεν πληρωθήκαμε ποτέ. Μου απάντησε “Αν δεν σ’ αρέσει, πήγαινε στην αστυνομία”. Ήξερε ότι δεν μπορούσα να πάω. Δεν έχω χαρτιά…»
(απόσπασμα από συνέντευξη μετανάστη απεργού πείνας)

Η αδυναμία προσφυγής στις αρχές έγκειται στον κίνδυνο απέλασης. Η ευάλωτη θέση των ατόμων, φυσικά, καθιστά άκρως επικίνδυνη και τη συγκρότηση αρχικών πυρήνων διεκδίκησης, βασικών οργανώσεων αντίδρασης. Η κατάσταση ομηρίας, στην οποία βρίσκονται οι μετανάστες, συνεπάγεται αυστηρό περιορισμό των δυνατοτήτων ανάπτυξης συνδικαλιστικής οργάνωσης και αντίδρασης. Επίσης, είναι και κατάσταση φίμωσης, καθώς η θέση ανασφάλειας στην οποία βρίσκονται και ο έλεγχος που ασκείται στα κυρίαρχα μίντια λειτουργούν ως φραγμοί στην ανάδειξη μορφών συλλογικής έκφρασης και πίεσης των θεσμικών οργάνων.[3]

Δυστυχώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν υπάρχουν δυνατότητες ενεργής (αλλά και ισότιμης) συμμετοχής των μεταναστών στο εργατικό κίνημα. Η πρόσβαση σε κάποιους κρίσιμους πόρους αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις ανάπτυξης κινηματικής δραστηριότητας. Η νομιμοποίηση (άνευ όρων) των μεταναστών και η απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων αποτελούν πόρο-προϋπόθεση για την ενεργή συμμετοχή τους στις διαδικασίες συγκρότησης ενός ισχυρού εργατικού κινήματος. Η πολιτική διατήρησης τόσο μεγάλης μερίδας εργαζομένων σε κατάσταση ομηρίας, υπ’ αυτό το σκεπτικό, είναι μια πολιτική που βάλλει τις ίδιες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, εξυπηρετώντας τους θιασώτες τού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Ο ρόλος των ομάδων συνηγορίας και αλληλεγγύης ως αναγκαίος
Ορισμένες τάσεις της μαρξιστικής αριστεράς έχουν μια μηχανιστική αντίληψη ως προς τους όρους συγκρότησης των κινηματικών υποκειμένων. Δηλαδή, προσεγγίζουν τη θέση στην παραγωγική δομή ως τον απόλυτο και επαρκή όρο για τη συγκρότηση ταξικού ή και επαναστατικού κινήματος. Ναι, αποτελεί μία βασική προϋπόθεση, αλλά όχι τον καθοριστικό όρο που οδηγεί στη δράση. Αν η θέση στην παραγωγική δομή οδηγούσε μηχανιστικά στην ανάληψη κινηματικής δράσης, αυτό θα σήμαινε ότι μια ομάδα υποκειμένων που βιώνουν την ίδια δομική συγκυρία, κατ’ αρχάς, θα εμφάνιζε δράση, αντίδραση, και κατά δεύτερον, ενιαία και ίδια δράση, ίδια αντίδραση, ίδια συμπεριφορά. Αλλά, για παράδειγμα, ποτέ δεν δραστηριοποιήθηκε η εργατική τάξη στο σύνολό της, ούτε ποτέ προσχώρησε στην ίδια οργάνωση και δράση (χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο κερματισμός της αριστεράς και το γεγονός ότι και η δεξιά αντλεί εξίσου από την εργατική τάξη, όπως και ο φασισμός). Δηλαδή, στο ενδιάμεσο της θέσης στην παραγωγική δομή και της ανάληψης κινηματικής δράσης μεσολαβούν και άλλοι όροι, των οποίων η κρισιμότητα σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέπεται.

Όπως προανέφερα, ένας τέτοιος όρος στην περίπτωση των μεταναστών είναι η εξασφάλιση χαρτιών (και πολιτικών δικαιωμάτων). Αυτό σημαίνει ότι οι μετανάστες εργαζόμενοι δεν ξεκινάνε από την ίδια αφετηρία, σε σχέση με τους γηγενείς, ως προς τις δυνατότητες πολιτικής δράσης που τους διανοίγονται. Να το θέσω ακόμη πιο απλά. Το εργατικό κίνημα εύχεται τη διεύρυνση της βάσης του, τη στιγμή που το 15% της δεξαμενής από την οποία αντλεί βρίσκεται σε κατάσταση κινδύνου, δηλαδή, απολύτως αποτρεπτική για κινηματική συμμετοχή και ανάληψη οργανωμένης δράσης.

Όσο δεν υπάρχει πρόσβαση σ’ αυτόν τον πόρο από τους μετανάστες, τόσο οι ομάδες αλληλεγγύης και συνηγορίας είναι απαραίτητες, γιατί αποτελούν (α) μια δικλείδα προστασίας ή ασφαλείας που παρέχει μια πρώτη δυνατότητα (αυτο)οργάνωσης των μεταναστών και (β) ένα δίαυλο μετάδοσης της φωνής τους και των αιτημάτων τους στο δημόσιο λόγο και άσκησης πίεσης προς τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Φυσικά, εδώ μιλάμε εκ των πραγμάτων για μια άνιση σχέση εξάρτησης (μεταξύ μεταναστών και συνηγόρων), αφού οι μετανάστες βρίσκονται σε πολύ ευάλωτη θέση. Αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο (γιατί βρίσκονται σε ευάλωτη θέση), αυτή η σχέση είναι και αναγκαία, αν και εγκυμονεί τον κίνδυνο εμφάνισης πατερναλιστικών φαινομένων όπως θα αναφέρω παρακάτω. Αν συγκρίνουμε τον αγώνα των περίπου εξήντα προσφύγων που βρίσκονται σε απεργία πείνας εδώ και περίπου δύο μήνες (στα Προπύλαια και στο Πολυτεχνείο) με τον αγώνα των τριακοσίων, τότε παίρνουμε μια ένδειξη της δυναμικής που προσφέρει η έμπρακτη εμπλοκή των συνηγόρων. Θαρρείς πως οι πενήντα είναι ξεχασμένοι από το θεό.

[1] Οι λειτουργίες που επιτελούν οι ομάδες αλληλεγγύης και οι ομάδες συνηγορίας δεν ταυτίζονται, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το επιχείρημα αυτού του κειμένου.
[2] Εννοείται ότι το ζήτημα νομιμοποίησης των μεταναστών είναι πρώτα από όλα ζήτημα που αφορά ανθρώπους και τη ζωή τους και όχι πολιτικές κατηγορίες.
[3] Τη σύνδεση της κατάστασης των μεταναστών με τις δυνατότητές τους για αυτοδύναμη οργάνωση διαμαρτυρίας την αποτυπώνει αρκετά αναλυτικά ο Κάρολος Καβουλάκος (2010, Η διαμαρτυρία των μεταναστών: η δομή της πολιτικής ευκαιρίας και ο ρόλος των συνηγόρων, σε Ν. Κόντη & Ν. Τάτση (επιμ.), Μετανάστευση και Κοινωνία των Πολιτών, Αθήνα: Παπαζήσης, υπό έκδοση).

Τα έμπρακτα δίκτυα αλληλεγγύης ως απαραίτητη κινηματική προϋπόθεση
Όμως, στις αρχικές δράσεις υποστήριξης δεν λαμβάνει χώρα μόνο η ενίσχυση της οργανωτικής δυνατότητας των μεταναστών[1]. Συμβαίνει και άλλη μια κρίσιμη διαδικασία: η ανάπτυξη των έμπρακτων δεσμών αλληλεγγύης που συγκροτούν (μετέπειτα) τα κινηματικά δίκτυα. Η επαφή των ομάδων αλληλεγγύης μ’ αυτές των μεταναστών υλοποιεί σε πρώτο βαθμό αυτό το απαραίτητο πλέγμα διάδρασης όπου λαμβάνουν χώρα διαδικασίες ζωτικής σημασίας για τη συγκρότηση ενός κινήματος: επικοινωνία, διατήρηση των επαφών, μετάδοση και ανταλλαγή νοημάτων και ανάπτυξη κοινών συνειδήσεων, διάλογος και διαπραγμάτευση, κοινές δράσεις και σύγκρουση με τον αντίπαλο, ανάπτυξη έμπρακτης αλληλεγγύης και ισχυρής συλλογικής ταυτότητας. Τα αποτελέσματα αυτής της διάδρασης και ζύμωσης φαίνονται σε ένα αρχικό στάδιο σε τέτοιες δηλώσεις:

«Εμείς οι μετανάστες […], τη 12η μερα απεργίας μας, ελπίζουμε ότι εσείς οι έλληνες αλληλέγγυοι και οι εργαζόμενοι συνάδελφοί μας, όσοι ανταποκρίθηκαν μέχρι τώρα και όσοι το σκέφτονται ακόμα, να έχουν καταννοήσει ότι ο αγώνας μας είναι και δικός τους. Είναι αδιαμεσολάβητος και ακαθοδήγητος από γραφειοκρατίες, δίκαιος και ανιδιοτελής. Σας καλούμε να υπερβείτε τις όποιες διαιρέσεις διαφορές και ιδεοληψίες, τις όποιες επιφυλάξεις απέναντι στον αγώνα μας και τον τρόπο που διαλέξαμε να γίνει. Να δώσουμε αυτή την αδιαπραγμάτευτη μάχη μαζί μέχρι τέλους. Να βγούμε νικητές από αυτήν. Να στείλουμε το μήνυμα σε κάθε έλληνα και ξένο εργάτη στην ελλάδα, να σηκώσει κεφάλι, να σταματήσει να είναι θύμα επιλόγων -που μόνο τα δικά του συμφέροντα δεν εξυπηρετούν, αλλά μόνο των εκμεταλλευτών του. Η απεργία είναι όλων μας. […]»
(απόσπασμα από τη δήλωση των απεργών πείνας προς τους αλληλέγγυους)

Τότε, και μόνο τότε, το σύνθημα «έλληνες και ξένοι εργάτες ενωμένοι» παύει να αποτελεί απλά μια ευχή και τήνει να τεθεί σε ρεαλιστική τροχιά πραγμάτωσής του. Καμιά μηχανιστική διαδικασία δεν εγγυάται τη σχέση μεταναστών και εργατικού κινήματος, όπως βέβαια και καμιά μηχανιστική διαδικασία δεν εγγυάται τη σχέση εργατικής τάξης και εργατικού κινήματος. Αν ήταν έτσι, όλοι οι εργάτες θα ήταν αριστεροί ή αναρχοσυνδικαλιστές.
Βέβαια, είναι εξίσου αλήθεια ότι στα ίδια δίκτυα -πέρα από τους παράγοντες σύγκλισης- λειτουργούν και παράγοντες κερματισμού και σύγκρουσης. Άσχετα, όμως, από την όποια πορεία αυτών των διαδικασιών ζύμωσης, τα δίκτυα που σχηματίζονται αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση στην ανάπτυξη κινηματικής δράσης. Τα δίκτυα αυτά είναι δυναμικά, δηλαδή, μεταβάλλονται από τις ενεργές σχέσεις και τις μεταβάλλουν διαρκώς. Αλλά αποτελούν το απαραίτητο έδαφος στο οποίο θα εμφανιστούν ή δεν θα εμφανιστούν τα κινηματικά βλαστάρια. Επιπλέον, στο έδαφος αυτό εμφανίζονται και ζιζάνια.
Ναι, όσο η σχέση μεταναστών και συνηγόρων είναι άνιση (και, όπως υποστήριξα, είναι εκ των πραγμάτων άνιση), αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση πατερναλιστικών φαινομένων. Αυτά, φυσικά, είναι καταδικαστέα. Αλλά, κύρια, έγκειται στους άμεσα εμπλεκόμενους η απομόνωση αυτών των φαινομένων. Δεν μπορούν να καταδικάζονται εξ αποστάσεως και συλλήβδην οι μορφές αλληλεγγύης και συνηγορίας επειδή αποτελούν πρόσφορο έδαφος πατερναλιστικών φαινομένων[2]. Σ’ αυτήν την περίπτωση παραβλέπεται το δομικό μειονέκτημα των μεταναστών (η κατάσταση ομηρίας) και επομένως και η αναγκαιότητα της συνηγορίας, ενώ παράλληλα ενοχοποιείται ο πραγματικός και ενίοτε επικίνδυνος αγώνας που δίνεται από μετανάστες και αλληλέγγυους για τη νομιμοποίηση των πρώτων.
Ο αγώνας των μεταναστών ως αγώνας-προϋπόθεση για την ενίσχυση του κινήματος
Ο αγώνας αλληλεγγύης προς τους μετανάστες πολλές φορές περικλείει φιλανθρωπικά κίνητρα. Επίσης, είναι και ένας αγώνας που υπαγορεύεται ούτως ή άλλως από τις ίδιες τις αρχές τού διεθνιστικού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος: αλληλεγγύη σε κάθε καταπιεσμένο. Αυτό, φυσικά, είναι προς τιμήν των διεθνιστικών χώρων. Αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις οι μετανάστες παραμένουν κάποιοι «άλλοι». Έτσι, σημαντικές μερίδες και τάσεις τού εργατικού κινήματος δυσκολεύονται να συνδέσουν τον αγώνα των εργαζομένων με τον αγώνα για νομιμοποίηση των μεταναστών. Δυσκολεύονται να εκτιμήσουν τη σημασία τού δεύτερου για τον πρώτο. Έτσι, δεν υπάρχει ταύτιση με τον αγώνα των μεταναστών, διστάζουν να τον αναδείξουν, διστάζουν να τον διεκδικήσουν και, κυρίως, διστάζουν να συγκρουστούν με το σύστημα, αφού αυτή η σύγκρουση θεωρείται ότι αφορά κάποιους «άλλους»[3]. Ο αγώνας των μεταναστών, δίκαιος και σεβαστός μεν, αφορά τους μετανάστες… με έναν κάπως παραπλήσιο τρόπο που ο αγώνας των σερβιτόρων-μαγείρων αφορά τους σερβιτόρους και τους μάγειρες και ο αγώνας των φαρμακοποιών τους φαρμακοποιούς. Έτσι, το εργατικό κίνημα εμφανίζει ακόμη, μέχρι στιγμής, μια αδυναμία στη νοηματική σύνδεση διαφορετικών αγώνων ενάντια σε κοινό εχθρό.
Πέρα απ’ αυτά, όμως, είναι και ένας αγώνας πολιτικής-στρατηγικής σημασίας στον οποίο διακυβεύεται η διεύρυνση της βάσης τού εργατικού κινήματος -όπως προσπάθησα να δείξω συμπυκνωμένα στο παρόν κείμενο. Μετανάστες χωρίς χαρτιά σημαίνει εργατική δύναμη με ελάχιστες δυνατότητες κινηματικής και οργανωτικής δράσης, δηλαδή, η καλύτερη δυνατή κατηγορία για το σύστημα: άνθρωποι εγκλωβισμένοι στις χειρότερες συνθήκες εργασίας και πολιτικά δεμένοι χειροπόδαρα. Γι’ αυτό, κάθε αγώνας των μεταναστών δεν θα πρέπει απλά να αγκαλιάζεται (από συμπόνοια ή λόγω αρχών) ως αγώνας κάποιων «άλλων». Πρέπει να θεωρηθεί αγώνας τού ίδιου τού εργατικού κινήματος, γιατί είναι. Ο αγώνας νομιμοποίησης των μεταναστών είναι αγώνας διεύρυνσης της βάσης τού ίδιου τού εργατικού κινήματος. Διακυβεύεται η δυναμική και η πορεία του.
Οι διεθνιστικοί χώροι (αν και τόσο διαφοροποιημένοι) έχουν αξιακό πλεονέκτημα στην επαφή τους με τους μετανάστες, έναντι της δεξιάς και των φασιστοειδών. Αυτό πρέπει να το αξιοποιήσουν εμπράκτως, αν θέλουν να δουν την ενεργή συμμετοχή μεταναστών στο εργατικό κίνημα. Δεν υπάρχει κάποια δεδομένη μηχανιστική διαδικασία που να προεξοφλεί τη συμμετοχή τους, όπως προανέφερα. Το σύνθημα «έλληνες και ξένοι εργάτες ενωμένοι», δίχως έμπρακτες μορφές αλληλεγγύης και ενεργή διάδραση, θα παραμείνει μόνο μια ευχή ή μια αξιακή έκφραση, που απέχει πολύ από την πραγματικότητα συγκρότησης ισχυρών κινημάτων. Οι χώροι που ελπίζουν σε ένα διευρυμένο, ισχυρό και όσο πιο συνεκτικό εργατικό μπλοκ, θα πρέπει να εισέλθουν δυναμικά, επίμονα και επίπονα στο πεδίο όπου συγκροτούνται οι σχέσεις των υποκειμένων, στο πεδίο όπου διαμορφώνονται συνειδήσεις και ταυτότητες, στο πεδίο έμπρακτης επαφής με τους μετανάστες και στο πεδίο σύγκρουσης με το σύστημα για τη νομιμοποίησή τους. Όσο το εργατικό κίνημα αντιλαμβάνεται ότι ο αγώνας των μεταναστών είναι αγώνας του και όσο καθίσταται εγγυητής αυτού του αγώνα, τόσο ωριμάζουν οι προϋποθέσεις ώστε οι μετανάστες να μπορέσουν να αποτελέσουν ενεργό και ισότιμο κομμάτι τού εργατικού κινήματος, προσφέροντας σ’ αυτό. Το αγκάθι που λέγεται «μεταναστευτικό», τότε θα αποτελεί ευκαιρία τού εργατικού κινήματος.
Το αίτημα των χωρίς χαρτιά είναι αίτημα δίκαιο. Είναι αίτημα που πρέπει να δεθεί στο άρμα τού εργατικού κινήματος -πάντα με σεβασμό προς τη δομική ιδιαιτερότητα των μεταναστών. Είναι αίτημα που πρέπει να διεκδικηθεί από το εργατικό κίνημα με νύχια και με δόντια. Είναι αίτημα του εργατικού κινήματος.
[1] Ως κοινωνική ομάδα συνολικά, επαναλαμβάνω ότι η (αυτο)οργανωτική αδυναμία της οφείλεται στην ευάλωτη θέση και στον κίνδυνο απέλασης (πέραν όλων των άλλων παραγόντων), δηλαδή, σε δομικό μειονέκτημα. Σ’ αυτό το έργο, οι ομάδες αλληλεγγύης (όπως και οι ομάδες συνηγορίας και πολλές ΜΚΟ), αν και αρκετά αδύναμες μπροστά στον κρατικό μηχανισμό, επιτελούν ρόλο μόνιμου παρατηρητή της κατασταλτικής δράσης τού κράτους, ασχέτως τού ποιές εν τέλει θα αντιδράσουν σ’ αυτήν την καταστολή. Σ’ αυτό παίζουν ρόλο και ο τρόπος και ο βαθμός ελέγχου των ΜΚΟ από το κράτος.
[2] Όπως, αντίστοιχα, δεν μπορούν να καταδικάζονται οι σχέσεις εν γένει, επειδή αποτελούν πεδίο εμφάνισης εκμετάλλευσης. Τις σχέσεις τις έχουμε ανάγκη και πρέπει να τις εγγυηθούμε, και είναι ζήτημα διαρκούς διαπραγμάτευσης (κυρίως εντός των ίδιων των σχέσεων) η πορεία προς την οποία θα εξελίσσονται κάθε φορά, δηλαδή, αν θα είναι σχέσεις ισότητας ή ανισότητας.
[3] Ιδίως μπροστά στον πραγματικό κίνδυνο δραστηριοποίησης ρατσιστικών αντανακλαστικών εντός της κοινωνίας -άλλο ένα μεγάλο και, ομολογουμένως, δύσκολο ζήτημα.

Ηλίας Πιστικός

Πηγή: http://radicaldesire.blogspot.com