Εντυπώσεις από μία επίσκεψη στο κτίριο της οδού Πατησίων
Στις τηλεοράσεις ανά καιρούς, βλέπουμε θέματα – θεάματα για τις μεγάλες καταστροφές στον Τρίτο Κόσμο. Εικόνες που πολλούς τους συγκινούν. Εφ’ όσον είναι και μακριά από εμάς. Κάπου αλλού.
Δεν περίμενα πως όσο ζω θα δω τον Τρίτο Κόσμο. Και ένιωθα την υποκρισία της όλης συγκίνησης, της καλής φιλανθρωπίας, τους τηλεμαραθώνιους αγάπης που έμοιαζαν με καλοστημμένα σόου, και τις τηλε-παρουσιάστριες που καλούσαν το καλό κοινό να ευαισθητοποιηθεί. Όλα έμοιαζαν τόσο προσποιητά. Όλα, τότε, πήγαιναν καλά.
Ακόμα και τα παιδιά της πείνας, κι αυτά έμοιαζαν σα να φτιάχθηκαν για να τραβήξουν την προσοχή, μια περιέργεια ενός βασιλιά παχύσαρκου δυσκίνητου κοινού που – όπως πετούσε ένα δίφραγκο στον γελωτοποιό της γειτονιάς επειδή τον διασκέδασε με τους χορούς και τις φιγούρες και τις αστείες γκριμάτσες του και τα πολύχρωμα κουρέλια έτσι πετούσε κι άλλο ένα δίφραγκο για αυτόν τον πεινασμένο που κατόρθωσε να τον συγκινήσει, δίχως καν να χρειαστεί να βγει στο δρόμο και να μυρίσει την ανέχειά του.
Σαν οι άνθρωποι αυτοί ν’ αποτελούν αντικείμενο μίας άρρωστης ευεργεσίας. Εκμεταλλευτικής. Σχεδόν κανιβαλλιστικής. Και στις δύο περιπτώσεις, η μεταχείριση έμοιαζε απόλυτα χρηστική. Ικανοποιούσε μια ανάγκη.
Όμως στο κτίριο της οδού Πατησίων, σ’ αυτό το νεοκλασσικό για το οποίο στα κανάλια ούρλιαζαν μανιωδώς πως δεν έπρεπε να δοθεί, και μιλούσανε για την πολυτέλειά του και πως είναι άδικο που δόθηκε ένα τέτοιο κτίριο σε απεργούς πείνας, πόσο μάλλον σε μετανάστες λαθραίους όπως τους αποκαλούσαν, ο Τρίτος Κόσμος επιτέλους ήρθε εδώ.
Και άνθρωποι που αγωνίζονται με όπλο τη ζωή τους, για να κερδίσουν τίποτα παραπάνω από την αξιοπρέπειά τους, δηλαδή για να τους αντιμετωπίσουν ως ανθρώπους και όχι ως ζωά ή αντικείμενα, αυτοί ζουν ηρωικά σχεδόν, κάνοντας το σήμα της νίκης, μέσα στο βούρκο και τη βρωμιά, στριμωγμένοι και πεινασμένοι, όμως χαμογελαστοί. Γιατί ελπίζουνε στη νίκη.
Σ’ αυτούς, ρίξανε τη μπόχα τους λοιπόν πολιτικοί και διάφοροι εκμεταλλευτές. Και δεν υπήρχε ούτε ένα δίφραγκο για να δοθεί. Δεν έγινε κάποιος τηλεμαραθώνιος αγάπης, όπως τους λέγανε. Ούτε μια φιλανθρωπία. Πόσο μάλλον ειλικρίνεια. Όταν αυτή δε δίνεται.
Οι δυστυχείς είναι λογιών λογιών. Κι αφηρημένα μπορεί ν’ αγαπάει κανείς τον πλησίον του μα από κοντά σχεδόν ποτέ. Φαίνεται τότε πως το κριτήριο του ενδιαφέροντος ή της ευεργεσίας είναι η ταπείνωση.
Την πείνα λόγου χάρη ενός μακρινού λαού, την ταπεινωτική αυτή αφηρημένη πείνα ενός αγνώστου, είναι έτοιμος να την παραδεχτεί ο «ευεργέτης». Μα αν κάποιος υποφέρει για κάτι ανώτερο, για κάποιο δικαίωμα ή μια ιδέα, τότε οι περιπτώσεις θα είναι σπάνιες που κάποιος θα θελήσει να αναλάβει τον ρόλο του ευεργέτη, πόσο μάλλον αυτού που αγαπάει, ή κι έστω του αλληλέγγυου. Όταν και η αλληλεγγύη έχει γίνει πια υποχρέωση οργανώσεων και φορέων.
Γιατί το βλέμμα αυτού του ανθρώπου που θα τον κοιτάξει δε θα ταιριάξει καθόλου με το πρόσωπο ενός ανθρώπου που υποφέρει. Κι έτσι, ο πεινασμένος λαός της Ουγκάντας δέχεται το ενδιαφέρον μας, ακόμα και ο ο πεινασμένος και εξεγερμένος λαός της Αιγύπτου, εφόσον είναι αρκετά μακριά, μα ο απεργός πείνας της οδού Πατησίων, ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας, ο ξένος της γειτονιάς μας, που δεν απλώνει χέρι για να ζητιανέψει και δεν είναι αρκετά μακριά για ν’ αποκτήσει αφηρημένη υπόσταση, είναι πολύ πιο εύκολο να του αρνηθούμε την ευσπλαχνία μας. Μπορούμε ακόμα και να τον μισήσουμε. Κι αυτό δε γίνεται καθόλου από κακία.
Λέμε πως είναι απόφασή του. Να αρχίσει μία απεργία πείνας. Και το βλέμμα του γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ διαφορετικό. Έχει μία αξιοπρέπεια και μία καθαρότητα. Είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου που παράτησε τη δουλειά του για ν’ αρχίσει μία πορεία. Να χαράξει ένα Γολγοθά. Που πήρε μια απόφαση και δεν οδηγήθηκε εκεί. Που είναι γι’ αυτό δυνατός. Δεν είναι εξεγερμένος της Αιγύπτου, δεν είναι σκελετωμένο παιδί μιας Ουγκάντας. Δεν απλώνει χέρι. Είναι εδώ. Και σε κοιτάει ίσια στα μάτια. Σαν ίσος προς ίσο.
Ο Ντοστογιέσκι έγραφε: «Οι ζητιάνοι, κυρίως οι ευγενείς ζητιάνοι, θα ‘πρεπε να μη δείχνουν το πρόσωπό τους». Στην περίπτωση των απεργών, το πρόσωπό τους το δείχνουνε κι είναι ανθρώπου όρθιου. Κι ακόμα χειρότερα, δε ζητάνε ελεημοσύνη, αγωνίζονται για τα δίκαιά τους. Και πεινάνε γι’ αυτό. Μέχρι το θάνατο. Με συνείδηση της πορείας τους.
Στην επίσκεψή μου στο κτίριο της οδού Πατησίων, εκεί που κατ’ ανάγκη στεγάζονται οι 300 απεργοί πείνας, οι οποίοι εκεί εξοστρακίστηκαν, μέσα στο βούρκο που στήσανε σκηνές κατακτούν την αδελφική αγάπη. Μοιράζονται τα λίγα που έχουν με χαμόγελο και οι καρδιές τους έχουν μεγαλώσει τόσο όσο να χωράνε όλων των υπολοίπων απεργών τις ανάγκες. Η κατανόηση και η ανθρωπιά τους έχει μεγαλώσει δυσανάλογα ως προς το βάρος του. Δε μισούν. Ούτε αυτούς που τους εχθρεύθηκαν. Το διαπίστωσα με τα μάτια μου.
Όμως ο σύγχρονος άνθρωπος στην Ελλάδα και στη Δύση – ακόμα και αυτός της κρίσης που βιώνουμε – φαίνεται να βρίσκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο, της απομόνωσης και της μοναχικότητας. Όχι μιας καλογεριστικής – κι όχι κατ’ ανάγκη της θρησκευτικής – που ζητά την πνευματική ολοκλήρωση, αλλά της υλικής. Κι έτσι, φαντάζει όλο και πιο αστεία και μάλιστα εχθρική γι’ αυτόν τον άνθρωπο η ιδέα για την εξυπηρέτηση της ανθρωπότητας, για την αδελφοσύνη και την ακεραιότητα των ανθρώπων. Κάθε τέτοιος αγώνας τώρα μοιάζει στα μάτια του χυδαίος. Είναι ανθρώπινο κι αυτό.
Λένε, πως ο κόσμος συνενώνεται. Γίνεται ένας. Οι αποστάσεις μειώνονται και το μύνημα είναι περισσότερο εύκολο από κάθε άλλη εποχή να διαδοθεί. Μεταφέρεται μέσω του αέρα και δια καλωδίων. Εμφανίζεται σε οθόνες και πληροφορεί. Αυτό, στη σύγχρονη εποχή μας το ονομάσανε παγκοσμιοποίηση.
Όμως το μήνυμα που κυκλοφορεί τόσο γρήγορα πια είναι εδώ και καιρό μίας ελευθερίας της γρήγορης ικανοποίησης και της αύξησης των αναγκών.
Ο άνθρωπος αποκτά γρήγορα πια πολλές άσκοπες κι ανόητες επιθυμίες και συνήθειες. Έχεις ανάγκες και πρέπει να τις ικανοποιείς, είναι το μύνημα. Μάλιστα, όσο τις αυξάνεις, τόσο είναι και το δικαίωμά σου στην ελευθερία, σου λέει η σύγχρονη φωνή.
Κι έγινε ο πλούσιος ελεύθερος κι ο φτωχός φυλακισμένος, μονάχα ανίκανος να γίνει πλούσιος. Ένοχος μάλιστα αυτής της ανελευθερίας των ψεύτικων αναγκών που έγιναν και δικές του, επειδή δε μπορεί να τις ικανοποιήσει. Έτσι ώστε, στο σημείο πια που βρισκόμαστε, όσο πιο πολύ δούλος υλικών αναγκών είσαι, τόσο πιο πιθανά ελεύθερος να λογιέσαι, αρκεί με κάποιο τρόπο να μπορέσεις να τις ικανοποιήσεις. Μ’ οποιονδήποτε τρόπο. Οι άλλοι που δεν το αντιλαμβάνονταν αυτό, ήταν ηλίθιοι.
Μα ακόμα, έτσι ώστε να μην υπάρχει ελευθερία πέρα από τη δουλική του πλούτου, αυτή που προστάζει να υπάρχουν δούλοι και υπηρέτες να υπηρετούν. Ναι. Αυτή η «ελευθερία» που ζούμε χρειάζεται δούλους και υπηρέτες, είναι πια κατανοητό..
Αυτή είναι η σύγχρονη διαφθορά. Όλα επιτρέπονται. Αρκεί να ικανοποιηθείς.
Τώρα, κάποιοι μάζεψαν περισσότερα πλούτη και πολλοί άλλοι περισσότερα χρέη, αλλά δεν τους περίσεψε τίποτα για το σύνολο, και η χαρά πια, για πλούσιους και φτωχούς, τους λιγόστεψε. Σ’ όλ’ αυτά έδωσαν το όνομα: Ελευθερία.
Στο κτίριο της οδού Πατησίων, το πολυτελές του πλούτου – πρώην πρεσβεία της Ελβετίας των τραπεζών – νεοκλασσικό αυτό, στοιβάζονται 300 άνθρωποι – απεργοί πείνας που δίνουν ένα αγώνα με αδελφική αγάπη. Γι’ αυτούς και για όλους.
Ο πλούτος αυτού του κτιρίου τους είναι άχρηστος, γιατί δεν τους χωράει και δεν είναι το ζητούμενο. Όχι επειδή δεν εκτιμούν το όμορφο. Δεν το φθονούνε.
Τώρα, στήσανε σκηνές και δίνουν τον αγώνα τους μέσα στο βούρκο, γιατί δεν τους χωρούσε αυτό το κτίριο. Μα η ψυχή τους είναι πιο δυνατή από ποτέ. Και το πνεύμα τους βγάζει σπίθες.
Ο κόσμος του πλούτου και της δουλείας δεν ήταν το ζητούμενο γι’ αυτούς. Είναι η ελευθερία. Του να μοιραστούν ευθύνες και υποχρεώσεις. Η σπίθα ενός ελεύθερου ανθρώπου. Αυτή που τρομάζει. Το μήνυμά τους σε αντιδιαστολή: Μια ελευθερία δίχως δούλους και υπηρέτες. Με αδελφική αγάπη. Όμορφα λουλούδια μέσα στο βούρκο.
Γιάννης Αγγελάκης
Πηγή: http://www.agonaskritis.gr