Ο Στάθης απ’ το Αφγανιστάν, του Γ. Μακριδάκη

Πάει ένας χρόνος από τότε. Ένα πρωί ήτανε, ό,τι που είχε φέξει, χειμώνας, Φλεβάρης αν θυμάμαι καλά, και κατέβηκα στο χτήμα να ταΐσω τα ζώα. Ο ποταμός ήτανε φουσκωμένος καλά, υγρασία να σε περονιάζει. Άξαφνα, μες στο ντάμι που είχα τις προβατίνες βλέπω ένανε μαυριδερό και είχε τραφιάσει σε μια γωνιά, έτρεμε σύγκορμος, τα ζώα ήτανε αναστατωμένα, είχα και μια γκαστρωμένη, παραλίγο να μου τη χαλάσει ο κερατάς.

Βρε, ποιος είσαι συ, τονε ρωτώ. Κουβέντα. Ρε από πού μπήκες μες στο χτήμα; Τσιμουδιά. Μονάχα με κοιτούσε και έτρεμε. Τα μάτια του φέγγανε. Πήγα κοντά του και τονε σήκωσα. Ήτανε βρεμένος μέχρι το κόκαλο, γι’ αυτό έτρεμε ο κακομοίρης. Άρχισε να λέει κάτι λόγια δικά του, δεν καταλάβαινα γρυ. Με τα πολλά τον έβγαλα όξω, να ησυχάσουνε οι προβατίνες και τον έχωσα στα γρήγορα μες στο καλύβι να μην ψοφήσει από το κρύο. Του ’δωσα κάτι δικά μου παλιόρουχα, του ’ναψα και τη σόμπα να συνεφέρει. Του ’ψησα τρία αυγά μελάτα και τα ρούφηξε μαζί με μισό καρβέλι ψωμί, του ’βγαλα και τυράκι και μια σούμα να ζεστοκοπηθούνε τα μέσα του μα δεν το άγγιξε το πιοτό, μόνο νερό ήπιε. Άμα συνέφερε για τα καλά αρχίσαμε να βρίσκουμε μια συνεννόηση. Άρτζι μπούρτζι και λουλάς.

Εκείνη τη μέρα μου ’πε πως τονε λένε Σάφι και πως είναι Αφγανός. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου Αφγανό για να ξέρω αν μου λέει αλήθεια. Ήτανε όμως να τονε λυπάσαι ο άνθρωπος.

Τέλος πάντων για να μην τα πολυλογώ το Στάθη τονε κράτησα στο χτήμα από τότε. Εδώ ένα σκυλί σε παίρνει ξαφνικά από πίσω ή έρχεται στην πόρτα σου και σκέφτεσαι πως σε διάλεξε, πως ήτανε το τυχερό σου και είναι αμαρτία να το παρατήσεις. Τον άνθρωπο θα αφήκεις; Άσε που μόλις τον είδα θυμήθηκα αμέσως τον συχωρεμένο τον πατέρα μου. Έτσι έφτασε κι εκείνος στην Τουρκία τότε, με την πείνα, βρεμένος ίσαμε το μεδούλι και γιατάκωσε μέσα σ’ ένα παλιόσπιτο μαζί με δυο γελάδες μέχρι που τονε βρήκε η γριά η τουρκάλα και τονε φίλεψε κι αυτόν αυγά, ψωμί και τυρί. Δεν το ξεχνώ ποτέ αυτό, τόσες φορές μου το ’λεγε ο πατέρας μου, κυρίως πια στα τελευταία του που έλεγε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια.

Τον Στάθη λοιπόν τονε κράτησα στο χτήμα. Να με βοηθάει και στις δουλειές. Σκαψίματα, φυτέματα, ζώα. Ήξερε κιόλας απ’ αυτά, δεν ήτανε αρμπάνης, μάλλον και στα μέρη του με τα ίδια πράματα ανακατευότανε. Ίδιοι είναι οι άνθρωποι τελικά σε όλο τον κόσμο. Δεν έχω πάει πουθενά για να ξέρω, αλλά έτσι κατάλαβα με τον Στάθη. Πολύ καλό παιδί και πρόθυμος βγήκε, πολύ πρόθυμος. Γρήγορα γρήγορα άρχισε να μαθαίνει και τα ελληνικά και να συνεννοούμαστε πιο καλά.

Μια μέρα μετά από κάμποσο καιρό, εκεί που αρμέγαμε την αγελάδα, μου ’πε πως στην πατρίδα του τονε κυνηγάνε κάποιοι από το καθεστώς για να τονε σκοτώσουνε και πως η μανούλα του τον πρότρεψε να φύγει για να μη δει το παιδί της πεθαμένο μια μέρα και πως του λείπει η μάνα του και θέλει να τη δει.

Τι λες ρε Στάθη. Τινάχτηκα απάνω, με πιάσανε τα διαόλιά μου, ανέβηκε το αίμα μου στο κεφάλι. Ποιος θέλει ρε Στάθη να σε σκοτώσει και γιατί; Ας έρθει εδώ και θα ’χει να κάμει μαζί μου ρε, θα τονε ζέψω στο μάγκανο να ανασέρνει νερό όλη μέρα μέχρι να ξεκάμει και να κάτσει κάτω ο πούστης. Τώρα πια είσαι υπό την προστασία μου, του πα, δε θα φοβάσαι τίποτα κατάλαβες; Από την ώρα που πέρασες τα σύνορα του χτήματος, ανήκεις εδώ πια, εγώ είμαι εδώ, κατάλαβες; Κατάλαβε. Πώς δεν κατάλαβε. Μου φιλούσε τα χέρια το παιδί, ήτανε και θεοβρώμικα, μες στην κοπριά. Έκλαιγε και γελούσε μαζί. Σιγά σιγά ηρέμησε.

Πέρασε ο καιρός. Ένας χρόνος ακριβώς. Ο Στάθης τώρα είναι σαν γιος μου, αγαπά πιο καλά από μένα το χτήμα και τα ζώα. Μα είναι παράνομος λέει στην Ελλάδα, δε μπορώ να του βγάλω χαρτιά και είμαι παράνομος κι εγώ που τονε κρύβω, έτσι μου ’πανε οι δικηγόροι. Μα εγώ δεν κρύβω κανένανε εγκληματία. Έναν άνθρωπο που ήρθε στην πόρτα μου έχω, τι να ’κανα, να τον άφηνα στο έλεος του Θεού; Και τώρα βάζω την τηλεόραση και ακούω κάθε μέρα για τους άλλους, που κάνουνε λέει απεργία πείνας και ζητάνε τα δικαιώματά τους, να ζήσουνε σαν άνθρωποι κι αυτοί.

Και δε μπορώ να καταλάβω. Ήρθανε στο χτήμα μας, μας χτυπήσανε την πόρτα μας κι εμείς θέλουμε να τους διώξουμε; Να τους αφήσουμε να πεθάνουνε; Πότε ήτανε ρε έτσι οι Έλληνες; Πότε διώξανε ρε φτωχό και κατατρεγμένο άνθρωπο από την πόρτα τους; Ποιος σας τα ’μαθε ρε όλα τούτα και τα κάνετε στους άμοιρους ανθρώπους; Κι όλο περνάνε οι μέρες κι όλο εξασθενούνε που δεν τρώνε τίποτα.

Έτσι μου ’ρχεται να πάρω ρε ένα τσαποστέλιαρο και να κατέβω στην Αθήνα, να ’ρθω μέσα στα Υπουργεία και να σας κάνω μελανούς όλους. Να σας φέρω ρε πούστηδες, να σας ζέψω από τη γραβάτα στο μάγκανο, να ποτίζετε όλη μέρα το περιβόλι, και τη νύχτα να σας δένω από το ποδάρι σε μια μαντερινιά. Υπουργοί να σου πετύχουνε. Αποβράσματα. Χαλάσανε την Ελλάδα, τη ρεζιλέψανε. Δεν έχετε ψυχή ρε, δεν έχετε τσίπα απάνω σας, αϊ σιχτίρ.

Του συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη

από tvxs